Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Δημόσια εγκληματολογία; (μια σύντομη παρέμβαση)

Αν είναι αλήθεια πως κάθε κρίση αποτελεί και μια ευκαιρία, τι είδους ευκαιρία προσφέρει η παρούσα κρίση στην εγκληματολογία; Στο σύντομο αυτό κείμενο θέλω να υποστηρίξω πως η ευκαιρία έχει να κάνει με τη δυνατότητα μιας δραστικής υπέρβασης μιας σειράς περιορισμών στην επιστημονική μας πρακτική ως εγκληματολόγων, ή, για να εκφραστώ θετικά, με τη δυνατότητα διαμόρφωσης μιας νέας προσέγγισης σε ερωτήματα αξιών και στόχων του εγκληματολογικού λόγου στη χώρα μας.

Στην παρουσίαση της θεματικής του πρώτου συνεδρίου της, η ΕΕΜΕΚΕ έχει ήδη αναφερθεί συνοπτικά στους αντιφατικούς όρους της ανάπτυξης της εγκληματολογίας στη χώρα μας. Πρόκειται για ένα επιστημονικό κλάδο, ο οποίος, αν και φαίνεται να ανθεί από την σκοπιά της επιστημονικής παρουσίας και κίνησης σε πανεπιστημιακό επίπεδο, βρίσκεται σε αναντιστοιχία αφενός μεν με το επίπεδο της πραγματικής επιρροής που ασκεί στη διαμόρφωση της αντεγκληματικής πολιτικής, αφετέρου δε με το επίπεδο πρόσβασης σε ευρύτερα ακροατήρια και την ικανότητα να συμβάλει στην ενημέρωση των πολιτών και τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης στα θέματα του ενδιαφέροντός του.

Οι δύο τελευταίες αυτές δυσκολίες, αν και διακριτές, είναι αλληλένδετες. Η ανάπτυξη της πανεπιστημιακής εγκληματολογίας με τους όρους της «κανονικής επιστήμης», δηλαδή της συστηματικής έρευνας, ανάπτυξης θεωρίας, και διδασκαλίας στο πλαίσιο του θεωρούμενου ως παραδοσιακού αντικειμένου της, περιορίζεται σημαντικά, αν δεν απαξιώνεται από την ίδια την πολιτεία. Εργαλεία, τα οποία είναι διαθέσιμα στους εγκληματολόγους άλλων χωρών, όπως είναι οι στατιστικές σειρές, η οργάνωση των όρων διεξαγωγής και αξιοποίησης της έρευνας και βεβαίως η σχετική χρηματοδότηση, είτε δεν είναι διαθέσιμα στη χώρα μας είτε βρίσκονται σε εντελώς στοιχειώδη μορφή.

Αντίθετα, ο δημόσιος λόγος, και η δημόσια πολιτική με πολύ λίγες και εν πολλοίς αθόρυβες εξαιρέσεις μονοπωλείται από μια ανερμάτιστη υπερπολιτικοποίηση των ζητημάτων της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, και βεβαίως από τη μιντιακή μηχανή του θεάματος. Εγκλωβισμένη στην καλύτερη περίπτωση σε μια μάχη οπισθοφυλακών, η πανεπιστημιακή εγκληματολογία στη χώρα μας αδυνατεί να εκπληρώσει κάποιο σημαντικό ρόλο στη (συμ)παραγωγή της κοινωνικής αναπαράστασης του εγκληματικού φαινομένου.

Ακόμα όμως κι αν η θέση της επιστήμης μας ήταν καλύτερη, θα ήταν αμφίβολο εάν η προσήλωση στον παραδοσιακά δοσμένο ορίζοντα του αντικειμένου της θα επαρκούσε για τη σύλληψη και την ανάλυση των τεράστιων επιπτώσεων της παρούσας κρίσης. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, στις κοινωνικές αναδιαρθρώσεις της οποίας βρίσκονται οι ρίζες των προβλημάτων που ωθεί στα άκρα η σημερινή κρίση, ήταν αμφίβολο εάν ο εγκληματολογικός λόγος ήταν σε θέση να συμβάλει στην αποτροπή της κατασταλτικής στροφής του συστήματος, τη γενίκευση των κοινωνικών αυτοματισμών και την έξαρση της προκατάληψης και της μισαλλοδοξίας.

Σήμερα, αν ο κατακερματισμός του κοινωνικού συνεχίζεται με εντατικότερους ρυθμούς και με φόντο τη γενικευμένη φτώχεια και τα χρέη, την εκτόξευση της ανεργίας ιδίως των νέων σε πρωτοφανή επίπεδα, την κατάρρευση των συστημάτων δημόσιας υγείας και κοινωνικής προστασίας, το βάθεμα των ανισοτήτων και των κοινωνικών αποκλεισμών, αυτό είναι συνέπεια και της άγνοιας του κυρίαρχου πολιτικού σώματος γύρω από βασικές διαστάσεις των κοινωνικών προσδιορισμών του εγκλήματος και της δημόσιας ασφάλειας.

Σε μια κοινωνία απροετοίμαστη για τα επίπεδα της συστημικής βίας που υφίσταται, και ανυποψίαστη για τις συνέπειες αυτής της βίας, οι εγκληματολόγοι δεν μπορεί να είναι απλώς παρατηρητές. Δεν αρκεί καν να παίρνουν θέση ή το μέρος κάποιων, όπως το είχε θέσει ο Becker, γιατί η εποχή της κρίσης είναι στην πραγματικότητα εποχή σιωπών—αυτών που επιβάλλουν οι στρατηγικές επιβίωσης των περιθωριοποιημένων και αποκλεισμένων, ο εγκλωβισμός σε μια σειρά επισφαλειών, στην εργασία, στην υγεία, στην κοινωνική ένταξη και την κοινωνική αποδοχή. Ούτε το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπισθεί μέσα από μάχες θεωρητικών παραδειγμάτων, εσωτερικές ανακατατάξεις, δηλαδή,  οι οποίες δεν θα αλλάξουν τη συνολική θέση αδυναμίας της εγκληματολογίας.

Η σημερινή πρόκληση αφορά περισσότερο μια δραστικότερη αλλαγή στρατηγικής αλλά και νοοτροπίας στον ίδιο τον τρόπο που «κάνουμε εγκληματολογία». Μπορούμε να συναρθρώσουμε τον εγκληματολογικό λόγο με τις φωνές και τις σιωπές μιας κοινωνίας σε κρίση; Να αναζητήσουμε όχι ακροατήρια, αλλά συνομιλητές, συμπαραγωγούς γνώσης και συμμάχους σε ένα ορίζοντα κοινωνικής αλλαγής, σε κοινότητες, ενώσεις, συνδικάτα, κοινωνικά κινήματα, αλλά και στις εστίες της κρίσης, με άλλα λόγια, σε συγκροτημένα, αναδυόμενα και αφανή κοινωνικά υποκείμενα. Να αναζητήσουμε δηλαδή την εγκληματολογία εκεί που πραγματικά συμβαίνει, στις αρένες που διαμορφώνονται από τις κοινωνικές ανάγκες και από τις οποίες αναδύονται τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη και δικαιώματα.

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 3 του ενημερωτικού δελτίου της ΕΕΜΕΚΕ "Εγκληματολόγοι". Δείτε το τρέχον και τα προηγούμενα τεύχη στη σελίδα της ΕΕΜΕΚΕ www.eemeke.org

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Συνδικαλισμός στην αστυνομία

Διάβασα το τελευταίο διάστημα το βιβλίο του Μανώλη Σταυρακάκη «Το χρονικό του συνδικαλισμού των αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας 1988–2015», το οποίο εκδόθηκε κατά το τέλος της προηγούμενης χρονιάς από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Αξιωματικών Αστυνομίας (Αθήνα, 838 σελίδες, ISBN 9786188226005). Μου είναι δύσκολο να τονίσω αρκετά όχι μόνο το πόσο αξίζει, αλλά ιδίως το πόσο προσεκτικά αξίζει να διαβαστεί αυτή η εξαιρετική και ιδιαίτερης σημασίας δουλειά για την μελέτη της αστυνομίας στη χώρα μας. Ο συγγραφέας του βιβλίου και επιμελητής της έκδοσης Μανώλης Σταυρακάκης, έμπειρος δημοσιογράφος με αξιόλογη επαγγελματική πορεία, συνεργάζεται με τις ενώσεις των αστυνομικών και έχει συμβάλει σημαντικά στη δημιουργία των εντύπων τους.  Με το δεύτερο αυτό βιβλίο του σχετικά με την ιστορία του συνδικαλισμού στην αστυνομία, νομίζω πως η δουλειά του κατακτά πλέον και τη θέση ενός αναπόσπαστου σημείου αναφοράς για κάθε σοβαρή ανάλυση της αστυνομίας και της αστυνόμευσης στη χώρα μας, από τη σκοπιά της κοινωνιολογίας της αστυνομίας. Ο λόγος δεν βρίσκεται μόνο στο εκτενέστατο ιστορικό υλικό που παρουσιάζεται στο βιβλίο, αλλά και στο ότι ο τρόπος της παρουσίασής του βοηθά τον αναγνώστη να θέσει και να απαντήσει σε μεγάλο βαθμό μια σειρά καίριων ερωτημάτων για τα προβλήματα της αστυνομίας στην Ελλάδα. 

Το περιεχόμενο του βιβλίου αντιστοιχεί επακριβώς στον τίτλο του: πρόκειται για ένα χρονικό, δηλαδή για μια γραμμική παρουσίαση και σχολιασμό γεγονότων από τα αρχικά στάδια του σχηματισμού των ενώσεων στην αστυνομίας στα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως και το φθινόπωρο του 2015. Περιλαμβάνει εκτενέστατο υλικό, το οποίο θα ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί αναδρομικά από τις επιμέρους πηγές, όπως ομιλίες σε συνέδρια, δημοσιεύματα στον τύπο και σε άλλα μέσα ενημέρωσης, ανακοινώσεις των ενώσεων, ανακοινώσεις του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και κυβερνητικών στελεχών. Η παρουσίαση των γεγονότων και θεμάτων γίνεται με χρονολογική σειρά, αλλά η επιλογή που έχει γίνει έχει οργανωθεί προσεκτικά από το πρώτο μέρος του βιβλίου, το οποίο ανατρέχει σε σχετικές εξελίξεις από την αρχή της μεταπολίτευσης. Έτσι η οργάνωση της παρουσίασης συνδέει την ευρύτερη πολιτική κατάσταση και τις εξελίξεις στο επίπεδο της πολιτικής και φυσικής ηγεσίας της αστυνομίας με τα γεγονότα και τις εξελίξεις στο εσωτερικό της αστυνομίας και των συνδικαλιστικών ενώσεων των αστυνομικών. Η σύνδεση αυτή, η οποία γίνεται από τον Σταυρακάκη με ακρίβεια, οξυδέρκεια και συνέπεια, είναι το δυνατότερο σημείο του βιβλίου, το οποίο έτσι από ιστορική πλευρά παρουσιάζεται πληρέστερο και αναλυτικότερο σε σχέση με άλλες δουλειές και αποτελεί αναπόσπαστο συμπλήρωμα των αναλύσεων που ήδη διαθέτουμε για την αστυνομία (οι οποίες βέβαια δεν είναι και πολλές…). 

Το βιβλίο αντιμετωπίζει την ιστορική εξέλιξη του αστυνομικού συνδικαλισμού από τη σκοπιά των αξιωματικών της αστυνομίας. Αυτός είναι ένας προφανής αλλά αναπόφευκτος περιορισμός, αφού η έκδοση έγινε με πρωτοβουλία της ΠΟΑΞΙΑ. Ο προσεκτικός αναγνώστης αναμφίβολα θα αναγνωρίσει την προστιθέμενη αναλυτική αξία αυτής της οπτικής. Έτσι κι αλλιώς, το βιβλίο ασφαλώς θα διαβαστεί από το ενδιαφερόμενο κοινό σε σύνδεση και συνέχεια με το πρώτο βιβλίο του Σταυρακάκη που είχε εκδοθεί από την ΠΟΑΣΥ στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Αυτό το τελευταίο μάλιστα θα είχε ιδιαίτερη αξία να επικαιροποιηθεί σε μια δεύτερη έκδοση, για να καλύψει από τη σκοπιά της ΠΟΑΣΥ την όξυνση των προβλημάτων και των εντάσεων κατά την περίοδο της τρέχουσας κρίσης. 



Σε ένα γενικότερο επίπεδο, το βιβλίο βοηθά να τεθούν ερωτήματα και να δοθούν απαντήσεις σε σχέση με στρατηγικά ζητήματα για την αστυνομία και την αστυνόμευση στη χώρα μας. Πρώτα πρώτα, καθιστά απολύτως σαφές ότι η άρθρωση της συνδικαλιστικής έκφρασης των αστυνομικών αποτελεί οργανικό αποτέλεσμα της συγκρότησης του αστυνομικού μηχανισμού στη χώρα μας, δηλαδή άμεση συνέπεια των ατόπων και των αδιεξόδων μιας ολόκληρης προηγούμενης ιστορικής διαδρομής της αστυνομίας. Αυτά αναπόφευκτα αναδείχθηκαν κατά τη μακρά πλέον περίοδο της ομαλής λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας  μεταπολιτευτικά. Υπό αυτές τις νέες συνθήκες, δεν υπάρχει τίποτα αφύσικο ή παράδοξο στην απαίτηση των αστυνομικών για ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας. Αυτή η απαίτηση είναι σε τελική ανάλυση η κινητήρια δύναμη του συνδικαλιστικού κινήματος στην αστυνομία. 

Τα σημερινά αδιέξοδα (τα οποία επιτείνει η κρίση) οφείλονται ακριβώς στο ότι πρώτα, σε πολιτικό επίπεδο, η αστυνομία συνέχισε να αντιμετωπίζεται ως φέουδο από τη δεξιά και ως εχθρός από την αριστερά. Αν και το βιβλίο προσφέρει στοιχεία για το ότι αυτή η αντιμετώπιση γνωρίζει και εξαιρέσεις, εν πολλοίς επιβεβαιώνει πως πολλές από τις αστοχίες της μεταπολιτευτικής πολιτικής για την αστυνομία και τις σπατάλες ιστορικών ευκαιριών για βαθιές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να ερμηνευτούν με βάση την ιστορική αδράνεια των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας. Θα όφειλαν δηλαδή οι πολιτικές δυνάμεις να ασχοληθούν σοβαρότερα με τη διαμόρφωση ενός οράματος και ενός συγκεκριμένου μοντέλου για την αστυνομία κάτω από τις νέες συνθήκες δημοκρατικής σταθερότητας στη χώρα μας. Το ότι δεν το έκαναν είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η συγκρότηση του συνδικαλισμού στην αστυνομία σφραγίστηκε από παρατεταμένες και οξείες συγκρούσεις με τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες. Έπειτα, η συνεχιζόμενη—και για τον προηγούμενο λόγο—κυριαρχία του γραφειοκρατισμού και της στρατοκρατικής νοοτροπίας στο εσωτερικό της αστυνομίας αναπόφευκτα στραγγαλίζει από τα μέσα τον κοινωνικό και επιλυτικό χαρακτήρα της αστυνομικής εργασίας σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η εμμονή πολιτείας και ηγεσίας στη με κάθε κόστος συντήρηση αυτών των χαρακτηριστικών όχι μόνο θα βαθαίνει το χάσμα μεταξύ αστυνομίας και ευρύτερης κοινωνίας, αλλά τελικά θα προκαλεί εντάσεις και διχασμούς στο εσωτερικό της αστυνομίας, όπως άλλωστε ήδη συμβαίνει. 

Οι θέσεις και η κατεύθυνση της  δράσης των ενώσεων των αστυνομικών προσδιορίζουν επίσης με ικανοποιητική ακρίβεια και το βασικό περιεχόμενο της μεγαλύτερης στρατηγικής πρόκλησης για την αστυνομία στη χώρα μας. Η πρόκληση αυτή δεν είναι άλλη από τον εκδημοκρατισμό της αστυνομίας. Πολλοί προσπερνούν είτε με ελαφρότητα είτε με αγανάκτηση το αίτημα του εκδημοκρατισμού ή προσποιούνται ότι δεν αντιλαμβάνονται το νόημά του—«μα γιατί, δεν είναι δημοκρατική η αστυνομία; αμφισβητείτε το δημοκρατικό φρόνημα των αστυνομικών;». Η απάντηση είναι πως όχι, ούτε ο δημοκρατικός χαρακτήρας της αστυνομίας, ούτε το δημοκρατικό φρόνημα των αστυνομικών προάγεται εάν πρώτα απ’όλα δεν υπάρχουν ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας  στην αστυνομία και εάν οι οι εργαζόμενοι στην αστυνομία στερούνται τις ευκαιρίες και τα μέσα να αναπτύσσουν τις επαγγελματικές ικανότητες και τη δημιουργικότητά τους με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ευρύτερες κοινωνικές απαιτήσεις, ανάγκες και συμφέροντα. 

Με όλα αυτά δεν εννοώ πως οι θέσεις των ενώσεων των αστυνομικών μπορούν να μεταφραστούν αυτόματα σε ένα μεταρρυθμιστικό όραμα και πρόγραμμα για την αστυνομία. Οι ενώσεις των αστυνομικών είναι, όπως κάθε άλλη συλλογική οργάνωση, πεδία πολιτικών αντιθέσεων και συγκρούσεων, ωστόσο διαμορφώνονται από τα ειδικά χαρακτηριστικά και τον εγγενή συντηρητισμό του περιβάλλοντος από το οποίο αναδύονται. Όμως η γνώμη μου είναι πως η ιστορία και οι θέσεις τους, ως προϊόν μιας συλλογικής κίνησης με ορίζοντα τα συμφέροντα των εργαζομένων στην αστυνομία, καθιστά αντικειμενικά την άμεση και χειροπιαστή ανταπόκριση στα αιτήματα αυτά αναπόσπαστη βάση οποιασδήποτε (προοδευτικής) μεταρρύθμισης στα αστυνομικά πράγματα. Για το λόγο αυτό η μελέτη αυτής της ιστορίας και των θέσεων είναι προαπαιτούμενο κάθε σοβαρού προβληματισμού για το μέλλον της αστυνομίας και της αστυνόμευσης στη χώρα μας.  

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Εξορύξεις και συναθροίσεις

Βρέθηκα προχθές στην παρουσίαση μιας σημαντικής νέας έρευνας σχετικά με την αστυνόμευση της πολύμηνης διαμαρτυρίας ενάντια στην γεώτρηση στην περιοχή του Barton Moss του Σάλφορντ (κοντά στο Μάντσεστερ). Η εξίσου πολύμηνη έρευνα που διενέργησαν οι φίλοι και συνάδελφοι Joanna Gilmore, Will Jackson και Helen Monk (από τα πανεπιστήμια του York και Liverpool John Moores αντίστοιχα) είχε σκοπό να καταγράψει και να διερευνήσει τη σχετική εμπειρία των διαμαρτυρόμενων πολιτών και στηρίχθηκε σε μεθόδους όπως η επι τόπου παρακολούθηση της διαμαρτυρίας και των αντίστοιχων ενεργειών της αστυνομίας, συνεντεύξεις με τους πολίτες, και παρακολούθηση της δικαστικής εξέλιξης των υποθέσεων, οι οποίες προέκυψαν από τις ενέργειες της αστυνομίας. Τα συμπεράσματα της έρευνας, στα οποία θα αναφερθώ παρακάτω, είναι ανησυχητικά, όχι μόνο γιατί καταγράφουν μια σειρά παρατυπιών και παρανομιών της αστυνομίας του Μάντσεστερ στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά ιδίως γιατί αποτυπώνουν μια γενικότερη τάση στην αστυνόμευση της συλλογικής διαμαρτυρίας, η οποία δεν αφορά μόνο την Αγγλία, αλλά και άλλες χώρες—και τη δική μας.



Το ιστορικό της διαμαρτυρίας είναι σε γενικές γραμμές το εξής: η βρετανική κυβέρνηση προς τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας είχε εκχωρήσει σε διάφορες εταιρείες άδειες για τη διενέργεια διερευνητικών γεωτρήσεων με τη μέθοδο της υδρορρηγμάτωσης πετρωμάτων (fracking) σε ένα σημαντικό αριθμό αγροτικών τοποθεσιών. Όπως ίσως είναι γνωστό, η μέθοδος fracking είναι μέθοδος εξόρυξης, κατά την οποία ειδικά διαμορφωμένα υγρά μείγματα διοχετεύονται με υψηλή πίεση στο υπέδαφος προκειμένου να προκαλέσουν ρωγμές στα πετρώματα και έτσι να προκαλέσουν τη διαφυγή του φυσικού αερίου ή και του πετρελαίου που βρίσκονται παγιδευμένα σε αυτά τα πετρώματα. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της μεθόδου αυτές είναι σημαντικές, όχι μόνο λόγω των σημαντικών ποσοτήτων μεθανίου που εκλύονται έτσι στην ατμόσφαιρα μολύνοντάς την, αλλά και λόγω των λυμάτων που η μέθοδος προκαλεί, με αποτέλεσμα την μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα και του εδάφους στην επιφάνεια. Η ακριβής σύνθεση των υγρών μειγμάτων που χρησιμοποιούνται από τις εταιρείες εξόρυξης προστατεύεται συνήθως ως βιομηχανικό απόρρητο. Υπάρχει έτσι δικαιολογημένη ανησυχία για τις πιθανές επιπτώσεις της χρήσης τους, η οποία προστίθεται στην ανασφάλεια που έχει προκαλέσει η διαπιστωμένη έκταση της μόλυνσης από τις σχετικές γεωτρήσεις.

Έτσι, το Νοέμβριο του 2013 ένας αριθμός πολιτών της περιοχής και περιβαλλοντικές οργανώσεις ξεκίνησαν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στην τοποθεσία της εξόρυξης. Η βασική μορφή της διαμαρτυρίας ήταν η καθημερινή παρεμπόδιση της εισόδου και εξόδου στο εργοτάξιο των φορτηγών της εταιρεία που διεξήγε τη γεώτρηση. Στο εργοτάξιο οδηγεί ένα μικρός αγροτικός δρόμος, κατά μήκος του οποίου οι διαμαρτυρόμενοι πολίτες περπατούσαν αργά επιβραδύνοντας έτσι την κίνηση των φορτηγών. Με τη βοήθεια και τη συνδρομή άλλων πολιτών της περιοχής, οι διαδηλωτές έφτιαξαν σε κοντινό σημείο και ένα καταυλισμό, ο οποίος αποτέλεσε τη βάση της δραστηριότητάς τους ως τον Απρίλιο του 2014, οπότε και ολοκληρώθηκε η διαμαρτυρία. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμαρτυρίας, οι πολίτες δεν προκάλεσαν υλικές ζημιές, ενώ με τη λήξη της, φύτεψαν δέντρα και άλλα φυτά για να αποκαταστήσουν την οποιαδήποτε επιβάρυνση της τοποθεσίας από τη λειτουργία του καταυλισμού. Η διαμαρτυρία στο Barton Moss διοργανώθηκε με πρόθεση να είναι ειρηνική.



Και πράγματι η διαμαρτυρία θα ήταν ειρηνική καθ’ όλη τη διάρκειά της, αν η παρέμβαση της αστυνομίας ήταν και αυτή ειρηνική. Κατά τη διάρκεια των είκοσι εβδομάδων, τις οποίες διάρκεσε η μεγάλης έκτασης αστυνομική επιχείρηση κατά της διαμαρτυρίας, κατατέθηκε ένα σημαντικών αριθμός αναφορών κατά της αστυνομίας, από τις οποίες περίπου οι μισές αφορούσαν της άσκηση υπέρμετρης βίας. Ωστόσο η χρήση βίας ήταν ένα μόνο από τα «υπέρμετρα» που χαρακτήρισαν την επιχείρηση αυτή: όπως προκύπτει από την έκθεση, υπέρμετρη ήταν η κινητοποίηση της αστυνομικής δύναμης, συμπεριλαμβανομένων και των ειδικών μονάδων που διατέθηκαν για την επιχείρηση αυτή· υπέρμετρη ήταν η ένταση της προσπάθειας που κατέβαλε η αστυνομία προκειμένου να αποθαρρύνει ή να εξουδετερώσει, μέσω συλλήψεων, συγκεκριμένους διαδηλωτές οι οποίοι θεωρήθηκε ότι είχαν σημαντικό ρόλο στην κινητοποίηση: από τις περίπου 200 συλλήψεις που πραγματοποιήθηκαν συνολικά κατά τη διάρκεια των πέντε μηνών, ένα μεγάλο μέρος αφορούσε στα ίδια πρόσωπα και αυτά λόγω της παραβίασης των περιοριστικών όρων που είχε επιβάλει η αστυνομία, ενώ οι σχετικές υποθέσεις κατέρρεαν κατά την εκδίκασή τους. Υπέρμετρο ήταν επίσης και το κόστος της επιχείρησης, το οποίο ανήλθε στα  2.2 εκ. ευρώ περίπου.

Όψεις της αστυνομικής επιχείρησης στο Barton Moss υπήρξαν ιδιαίτερα προβληματικές σε τακτικό επίπεδο. Για παράδειγμα, πολλές διαδηλώτριες ανέφεραν πως η συμπεριφορά των αστυνομικών χαρακτηριζόταν από σεξουαλικά υποτιμητικό τόνο ή και περιεχόμενο. Ωστόσο η πιο ανησυχητική πλευρά της επιχείρησης υπήρξε ο σχεδιασμός της σε στρατηγικό επίπεδο. Η επιχείρηση όχι μόνο σχεδιάστηκε σε συνεργασία με την εταιρεία που είχε αναλάβει τη γεώτρηση, αλλά βάσει ενός μνημονίου συνεργασίας που συμφωνήθηκε, η εταιρεία αυτή είχε συνεχή πρόσβαση και παρέμβαση στις λεπτομέρειες της διεξαγωγής της επιχείρησης. Στο πλαίσιο αυτό, η αστυνομική επιχείρηση φαίνεται πως είχε σκοπό περισσότερο να παρενοχλήσει, να αποθαρρύνει και να διαβάλει τους διαδηλωτές πάρα να διαφυλάξει την τάξη στην τοποθεσία της διαδήλωσης. Βασική όψη της υπήρξε η προσπάθεια να προβάλει μια αρνητική εικόνα για τους διαδηλωτές χρησιμοποιώντας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προσπάθεια η οποία σε πολλές περιπτώσεις έφτασε στο σημείο να διαστρεβλώνει ανοιχτά την αλήθεια για τη σύνθεση της ομάδας των διαδηλωτών, τη συμπεριφορά τους αλλά και γενικότερα την κατάσταση στην αγροτική αυτή τοποθεσία. Πολλές από τις συλλήψεις που διενεργήθηκαν φαίνεται πως είχαν σκοπό απλώς να απομακρύνουν έστω και πρόσκαιρα συγκεκριμένα πρόσωπα από την τοποθεσία. Η βάση τους δηλαδή δεν ήταν η διάπραξη κάποιων αδικημάτων, κάτι άλλωστε το οποίο φάνηκε από τη δικαστική εξέλιξη των υποθέσεων.

Συνολικά λοιπόν, στην περίπτωση αυτή αποτυπώθηκε ένα διπλό πρόβλημα, το οποίο δεν αφορά μόνο την Αγγλία. Από τη μια μεριά έχουμε την απροβλημάτιστη και αγαστή συνεργασία με τα μεγάλα συμφέροντα, ανεξάρτητα με το εάν η εξυπηρέτησή τους βλάπτει την τοπική κοινωνία και το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον και την ποιότητα ζωής. Από την άλλη, δεν είναι υπερβολικό να μιλάει κανείς για ανοιχτά εχθρική στάση της αστυνομίας απέναντι στη άσκηση των συλλογικών ελευθεριών, αφενός μεν γιατί στην πράξη ακόμη και θετικές νομικές υποχρεώσεις της αστυνομίας αγνοήθηκαν, αφετέρου δε επειδή σε στρατηγικό επίπεδο, όπως αποτυπώνεται στις στρατηγικές αναλύσεις και τα σχετικά εγχειρίδια της αστυνομίας, αντιμετωπίζεται η άσκηση αυτών των ελευθεριών ως εξτρεμισμός.



Ο μακρύς διεθνής κατάλογος των περιπτώσεων, στις οποίες η αστυνομία παίρνει ανοιχτά εχθρική στάση απέναντι στη άσκηση των συλλογικών ελευθεριών των πολιτών δεν θα πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους. Παρότι η μεταφορά των στρατηγικών και της τεχνογνωσίας μεταξύ των αστυνομιών σε διεθνές επίπεδο πραγματοποιείται ακώλυτα και πολλές άκριτα, στη χώρα μας τα στεγανά σε σχέση με την δημόσια πληροφόρηση για τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων της αστυνομίας σε στρατηγικές και τακτικό επίπεδο ιδίως σε σχέση με την αστυνόμευση της άσκησης των συλλογικών ελευθεριών παραμένουν ανυπέρβλητα, και ο δημόσιος έλεγχος σχεδόν ανύπαρκτος. Θα πρέπει να σκεφτούμε πώς ο προβληματισμός που έχουν προκαλέσει οι αντίστοιχες δικές μας περιπτώσεις θα αποκτήσει σύντομα κάποιο θεσμικό αντίκρισμα, γιατί το μέλλον προδιαγράφεται ακόμη πιο δυσοίωνο.  

zitimataxis.blogspot.co.uk

Το πλήρες κείμενο της έκθεσης μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

"Κάτι σαν το στρατό"

Πολύ συχνά σε δημόσιες, επίσημες και ανεπίσημες συζητήσεις ή δηλώσεις συναντά κανείς την επίκληση στη στρατιωτική φύση της οργάνωσης και της ιεραρχίας της αστυνομίας. Μάλιστα ανάλογα με την περίσταση και τη θέση του σχολιαστή, αυτή η επίκληση είναι είτε μέσο επίθεσης, για να δικαιολογηθούν κάποιες καταστάσεις και συμπεριφορές, είτε μέσο άμυνας, ως εξήγηση για την αδυναμία να αλλάξουν καταστάσεις και αντιλήψεις στην αστυνομία. Αυτή η προσέγγιση αναπόφευκτα χρωματίζει κάθε λόγο περί αστυνομίας, έστω και καλών προθέσεων, όπως για παράδειγμα η έκφραση την οποία συνάντησα πρόσφατα, πως ο αστυνομικός είναι «στρατιώτης του καθήκοντος». Αυτά είναι προφανώς μια πραγματικότητα στο εσωτερικό της αστυνομίας, η οποία επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο οι αστυνομικοί βιώνουν και αντιλαμβάνονται την υπηρεσιακή τους θέση και την κοινωνική τους αποστολή.

Η πραγματικότητα αυτή έχει όμως ρίζες και στον τρόπο με τον οποίο η υπόλοιπη κοινωνία, εμείς «οι απέξω» δηλαδή, αντιλαμβανόμαστε το ρόλο της αστυνομίας, ιδίως στον υποκριτικό πολλές φορές τρόπο, με τον οποίο αποφεύγουμε ή αρνούμαστε να ανοίξουμε μια συζήτηση, ως πολίτες, για τη θέση και την αποστολή της αστυνομίας. Υπάρχει ασφαλώς μια μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας, οι οποίοι, επιθυμώντας να «αισθάνονται ασφαλείς» είναι αυτοί που ενθουσιάζονται με την ιδέα της αστυνομίας ως πολεμικής μηχανής και είναι οι ίδιοι που, με τη γενναιόδωρη βοήθεια των ΜΜΕ, συνήθως αγανακτούν με τις «αποτυχίες» της αστυνομίας. Όσοι πάλι θέλουν να σκέφτονται για αυτά  τα θέματα, διαπιστώνουν αργά ή γρήγορα πως υπάρχουν οι παγιωμένες πολιτικές στάσεις που καταπνίγουν την όποια συζήτηση: μια δεξιά, η οποία θεωρεί την αστυνομία σύμμαχο ή και ιδιοκτησία της, ανάλογα με την περίσταση, και κατά κανόνα υπερθεματίζει στη συντήρηση της παραδοσιακής κατάστασης· και μια αριστερή, η οποία εκφράζει συγκεκριμένες ευαισθησίες και αναδεικνύει υπαρκτά προβλήματα στην οργάνωση και τη δράση της αστυνομίας, αλλά συμπεριφέρεται συνήθως αμήχανα όταν η συζήτηση έρχεται στο δια ταύτα της μεταρρύθμισης στην αστυνομία.

Έτσι, αυτό που κατ’ αποτέλεσμα επικυρώνουν και οι δύο στάσεις είναι η ιδέα πως η αστυνομία είναι «κάτι σαν το στρατό». Ένας υπουργός πρόσφατης συντηρητικής κυβέρνησης είχε ούτε λίγο ούτε πολύ χαρακτηρίσει τους αστυνομικούς «πραιτωριανούς». Αλλά ακόμη και κατά τη συζήτηση του αρχικού νόμου για την Ελληνική Αστυνομία, ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης μιλούσε για  αστυνομικές επιχειρήσεις παρόμοιες με εκείνες που διεξάγει ο στρατός εναντίον του εχθρού. Το κρυφτούλι των λέξεων που θέλει την αστυνομία να είναι και να μην είναι «κάτι σαν το στρατό», αποτυπώνεται ακόμη και στη νομοθεσία (η οποία προήλθε από προοδευτικές κυβερνήσεις)—η αστυνομία αποτελεί κατά το νόμο «ιδιαίτερο ένοπλο Σώμα Ασφάλειας». Πέρα όμως από την κατάστρωση της «ιδιαίτερης» υπηρεσιακής κατάστασης των αστυνομικών, τι σημαίνει αυτό επί της ουσίας για την κοινωνική αποστολή της αστυνομίας;

Ιστορικά, η στρατιωτική συγκρότηση της αστυνομίας οφείλεται στην καταγωγή της από στρατιωτικά σώματα. Τέτοια ήταν στη χώρα μας η Χωροφυλακή, η οποία ήταν το κύριο και μεγαλύτερο αστυνομικό σώμα κατά το μεγαλύτερο διάστημα από τη σύσταση του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες που διατηρούν τις χωροφυλακές τους (Gendarmeries), αλλά και στην Ελλάδα πολλές φορές είναι συνηθισμένη η επίκληση του στρατιωτικού παρελθόντος και των διαπιστευτηρίων των σωμάτων αυτών, γιατί η συμβολή τους στην εδαφική διαμόρφωση και την εμπέδωση της κυριαρχίας των κρατών αυτών θεωρείται πολύ σημαντική ιστορικά. Εντούτοις οι ανεπάρκειες του μοντέλου της χωροφυλακής ως σύγχρονης αστυνομίας έγιναν φανερές από πολύ νωρίς, στη χώρα μας από τη δεκαετία του 1910 ακόμη. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο αγγλικός τύπος της σύγχρονης επαγγελματικής αστυνομίας, που θεωρείται συνήθως σημείο αναφοράς διεθνώς, είχε προκύψει ακριβώς από την απόρριψη ενός μοντέλου χωροφυλακής (το οποίο όμως διατηρήθηκε στην Ιρλανδία, γιατί εκεί ήταν περισσότερο δύναμη κατοχής παρά αστυνομία).

Την αίγλη του στρατού όμως ζήλεψαν και οι αρχιτέκτονες της σύγχρονης αστυνομίας σε άλλες χώρες που δεν είχαν παράδοση χωροφυλακής. Έτσι στις ΗΠΑ, οι αστυνομικές ηγεσίες των αρχών του 20ου αιώνα ταύτισαν τον αστυνομικό επαγγελματισμό με τη στρατιωτική οργάνωση και πειθαρχία, γιατί αυτό θεώρησαν ότι έλυνε μια σειρά από σοβαρά προβλήματα σκοπού, οργάνωσης, λειτουργίας και ελέγχου της αστυνομίας που αντιμετώπιζαν τότε. Έτσι έγινε και για πρώτη φορά λόγος για τον «πόλεμο κατά του εγκλήματος». Αυτό το μοντέλο ακολουθήθηκε με θρησκευτική προσήλωση για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα. Η αναφορά αυτή έχει σημασία λόγω των εκτεταμένων προγραμμάτων εκπαίδευσης και εξοπλισμού της αστυνομίας άλλων χωρών που διοργάνωσαν οι ΗΠΑ μεταπολεμικά, αλλά και της επιρροής που άσκησαν και ασκούν στη διαμόρφωση του διεθνούς πλαισίου σε σχέση με το περιεχόμενο της αντεγκληματικής πολιτικής (στη χώρα μας, ως συνήθως, δεν ξέρουμε και πάρα πολλά για την έκταση και το βάθος αυτής της επιρροής). Έτσι αυτό το μοντέλο διαδόθηκε διεθνώς, και βεβαίως έχει και όψεις, οι οποίες εξυπηρετούν άριστα τα οικονομικά συμφέροντα της αμερικανικής και πολυεθνικής βιομηχανίας στρατιωτικού—άρα και αστυνομικού—εξοπλισμού.



Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Ασφαλώς υπάρχει μια ισχυρότατη δύναμη αδράνειας, η οποία συντηρεί στρατιωτικού τύπου νοοτροπίες και πραγματικότητες στο εσωτερικό της αστυνομίας. Υπάρχουν ισχυρότατα συμφέροντα, οικονομικά και πολιτικά, διεθνή και εγχώρια, τα οποία εξυπηρετούνται μια χαρούλα από τη συντήρηση αυτών των νοοτροπιών και των πραγματικοτήτων στην αστυνομία. Υπάρχουν επίσης και ισχυρές αντικειμενικές πιέσεις που συντείνουν στη διατήρηση αυτής της κατάστασης—άραγε η όξυνση του θέματος των προσφυγικών ροών δεν αποτελεί μοχλό για μια οπισθοδρόμηση της αστυνομίας σε ρόλο χωροφυλακής (με την κυριολεκτική σημασία μιας στρατιωτικής δύναμης επιτήρησης και ελέγχου των ροών αυτών); Η σύμφυρση αστυνομίας και στρατού που βλέπουμε αυτές τις μέρες δεν είναι μια προσωρινή πρακτική απάντηση σε μια επείγουσα ανάγκη, αλλά μέρος αυτής της οπισθοδρόμησης. Είναι επίσης και τεράστιο εμπόδιο, όχι μόνο στο να σκεφτούμε στα σοβαρά πολιτικές λύσεις για τα κοινωνικά προβλήματα, αλλά και στο να σκεφτούμε ουσιαστικά για την αποστολή και τις μεθόδους της αστυνομίας.

Η επίκληση της στρατιωτικής οργάνωσης και πειθαρχίας στην αστυνομία δεν πρέπει να γίνεται ελαφρά τη καρδία, από κανέναν, κι ούτε κανένας θα πρέπει να προσβλέπει και επενδύει σε αυτά τα χαρακτηριστικά. Να το πω αλλιώς: αποτελεί πραγματικά η επίκληση των στρατιωτικών αρετών μέρος του αστυνομικού επαγγελματισμού; Με άλλα λόγια, είναι ή θα μπορούσε ποτέ να είναι η δουλειά του αστυνομικού ίδια με τη δουλειά του στρατιωτικού; Υπάρχει σήμερα κανένας αστυνομικός που όταν έκανε την επαγγελματική αυτή επιλογή διάλεξε μια σταδιοδρομία στο στρατό; Μήπως οι συνθήκες που αντιμετωπίζει καθημερινά ο μέσος αστυνομικός γίνονται χειρότερες με την επίκληση και την εφαρμογή του στρατιωτικού μοντέλου; Είναι άραγε η αίσθηση του καθήκοντος που επιδεικνύει ο μέσος αστυνομικός καθημερινά προϊόν της στρατιωτικής φύσης και πειθαρχίας του οργανισμού; Ή μήπως βασίζεται σε άλλες ποιότητες και προκλήσεις της αστυνομικής εργασίας, αυτές δηλαδή τις οποίες πρέπει να καταλάβουμε και στις οποίες πρέπει να επενδύσουμε, αν θέλουμε μια καλύτερη αστυνομία;

http://zitimataxis.blogspot.co.uk

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Γυναίκες στην αστυνομία

Εν μέσω του πυρετού των κρίσεων στην Ελληνική Αστυνομία, στην κορυφή του ενδιαφέροντος βρέθηκε η προαγωγή της κυρίας Ζαχαρούλας Τσιριγώτη στο βαθμό της αντιστρατήγου της αστυνομίας. H είσοδος μιας γυναίκας στον μικρό κύκλο των πέντε ανωτάτων αξιωματικών που αποτελούν την ηγεσία της αστυνομίας της χώρας μας πρέπει αναμφίβολα να χαιρετιστεί ως μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή. Όχι μόνο γιατί αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά, αλλά γιατί δίνει και μια ευκαιρία για την αποτίμηση μιας πορείας αλλαγής στη σύνθεση του προσωπικού της αστυνομίας, η οποία μετράει μόλις 33 χρόνια. Είχε πάρει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 για να αναγνωρισθεί το δικαίωμα των γυναικών στην αναζήτηση μιας επαγγελματικής σταδιοδρομίας στην αστυνομία, ενώ οι σχετικοί ποσοτικοί περιορισμοί (10%) στην κατάταξη γυναικών καταργήθηκαν μόλις στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.

Από τις πληροφορίες που διαθέτει στους πολίτες η Ελληνική Αστυνομία μαθαίνουμε ότι, σήμερα, λίγο κάτω από το 15% του προσωπικού της είναι γυναίκες. Το στοιχείο αυτό περιλαμβάνει και το αστυνομικό προσωπικό ειδικών καθηκόντων, δηλαδή στελέχη, τα οποία εντάσσονται μεν στην ιεραρχία των βαθμών της αστυνομίας, αλλά δεν προέρχονται από τις σχολές της αστυνομίας. Αυτά τα στελέχη προσλαμβάνονται βάσει προσόντων τα οποία απέκτησαν με σπουδές σε συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα. Παρά τις σχετικές διαβεβαιώσεις, δεν είμαστε σε θέση να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για το εάν σήμερα οι γυναίκες μπορούν να σταδιοδρομήσουν στην αστυνομία με όρους ισότιμους των ανδρών—τα κρίσιμα (αρχικά μόνο!) στοιχεία είναι, πρώτο, η σύνθεση κατά το φύλο των εισαγόμενων και των αποφοίτων στις σχολές της αστυνομίας και, δεύτερο, η εξέλιξη των ποσοτικών αναλογιών ανδρών και γυναικών στους βαθμούς της ιεραρχίας της αστυνομίας.



Κατά πόσο η προαγωγή της κυρίας Τσιριγώτη συμβολίζει το εύρος της αλλαγής στο ζήτημα των ίσων ευκαιριών για τα δύο φύλα στο εσωτερικό της αστυνομίας είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Νομίζω πως λέει περισσότερα πράγματα για την προσωπική ικανότητα και αξιοσύνη της ίδιας. Εξηγώ, παίζοντας λίγο ακόμη το παιχνίδι των αριθμών για να μπορέσω να κάνω μια αποτίμηση της κατανομής των φύλων στο σύνολο του προσωπικού, και στους ανώτατους βαθμούς ειδικότερα. Διαβάζοντας τα σχετικά δημοσιεύματα, διαπιστώνω ότι μεταξύ των 11 διατηρητέων υποστρατήγων συμπεριλαμβάνεται μία μόνο γυναίκα (άρα κάτω από 10%, και η υποστράτηγος είναι ειδικών καθηκόντων), ενώ άλλη μία γυναίκα περιλαμβάνεται στους επτά ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία υποστρατήγους γενικών καθηκόντων. Άρα λοιπόν, παρά το ότι η κυρία Τσιριγώτη αποτελεί το ένα πέμπτο του συνολικού αριθμού των αντιστρατήγων, και χωρίς να έχω δει πληροφορίες για την κατάσταση στο βαθμό του ταξιάρχου, μπορώ να συμπεράνω πως υπάρχει συνολικά υποεκπροσώπηση των γυναικών στους ανώτατους βαθμούς.

Για να κάνουμε μια σύγκριση, στην Αγγλία, όπου τα αναλυτικά στοιχεία για τη δημογραφική και υπηρεσιακή σύνθεση του προσωπικού της αστυνομίας είναι άμεσα διαθέσιμα, το ποσοστό των υπηρετούντων γυναικών είναι λίγο πάνω από 28% συνολικά, ενώ σε κάποιες αστυνομίες αγγίζει και το 35%. Στις τάξεις των ανωτάτων αξιωματικών είναι συνολικά λίγο κάτω από το 20% (39 στους 201). Αυτά ισχύουν σε μία χώρα, στην οποία το ζήτημα των ίσων ευκαιριών για τα δύο φύλα, και στην αστυνομία, αποτελεί πολύ σημαντικό πολιτικό ζήτημα, και στην οποία η οργάνωση και η εκπροσώπηση των γυναικών ως εργαζομένων στην αστυνομία είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη.

Τι μας λέει αυτή η πρόχειρη αποτίμηση; Το πρώτο είναι ότι προφανώς έχουμε ακόμη μεγάλη απόσταση να διανύσουμε σε ό,τι αφορά στο θέμα της εκπροσώπησης των γυναικών στο σύνολο του προσωπικού της αστυνομίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε άλλες χώρες υπάρχει μια ιδανική κατάσταση—και αλλού η συμμετοχή των γυναικών υπολείπεται σημαντικά από τη αναλογία ανδρών και γυναικών στο γενικό πληθυσμό. Το δεύτερο είναι ότι και εδώ και αλλού υπάρχει μια απόκλιση μεταξύ της αναλογίας ανδρών και γυναικών που υπηρετούν στην αστυνομία συνολικά και της αναλογίας ανδρών και γυναικών που εξελίσσονται στις ανώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας: οι ανώτατοι βαθμοί παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανδρική υπόθεση. Στην Ελλάδα βέβαια, για να το πω κάπως προκλητικά, αν το φύλο ήταν το σημαντικότερο εμπόδιο στην εξέλιξη των γυναικών στις ανώτατες βαθμίδες της ιεραρχίας, θα μιλούσαμε ήδη για μια άλλη αστυνομία.

Αλλά ας μείνουμε στο θέμα: λέγεται πολλές φορές ότι οι προκαταλήψεις και ο σεξισμός που δημιουργεί η κουλτούρα της αστυνομίας είναι τα εμπόδια στη σταδιοδρομία των γυναικών. Σύμφωνα με τη χειρότερη εκδοχή αυτών των προκαταλήψεων, επειδή η δουλειά του αστυνομικού έχει αυτά ή τα άλλα χαρακτηριστικά και απαιτήσεις, είναι δουλειά για άνδρες. Αυτό προφανώς δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο, ο οποίος μόνο διαιωνίζει την επίμονη πραγματικότητα της γενικής δυσαναλογίας ανδρών και γυναικών στην αστυνομία. Αν εννοούμε τη δουλειά της αστυνομίας ως δουλειά για άνδρες, τότε κάθε λεπτομέρειά της, όχι μόνο ο καταμερισμός της εργασίας, αλλά και η οργάνωσή της, η ίδια η υλική της υπόσταση θα είναι δουλειά για άνδρες. Και τα εμπόδια για τις γυναίκες θα βρίσκονται όχι μόνο στα θεμέλια της αστυνομικής εργασίας, αλλά και στις λεπτομέρειες που συνθέτουν την καθημερινότητα της αστυνομικής εργασίας: όχι μόνο στην κατάστρωση των καθηκόντων και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης αλλά ακόμη και στη διαμόρφωση της στολής ή τον τύπο και τα χαρακτηριστικά του εξοπλισμού κτλ.

Αν αυτά είναι έτσι, η γνώμη μου είναι πως το σωστό ερώτημα είναι το εξής: πως πρέπει ως κοινωνία να αντιληφθούμε και να διαμορφώσουμε την δουλειά της αστυνομίας, εάν θέλουμε άνδρες και γυναίκες να έχουν ίσες ευκαιρίες για επαγγελματική σταδιοδρομία στην αστυνομία;

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Κρίσεις

Παρακολουθώ το τελευταίο διάστημα με ενδιαφέρον τις ειδήσεις και τα σχόλια που δημοσιεύονται σε διάφορες ιστοσελίδες ειδικού—αστυνομικού—ενδιαφέροντος σχετικά με τις κρίσεις στην αστυνομία, τη διαδικασία δηλαδή της αξιολόγησης του προσωπικού της αστυνομίας. Το θέμα, στο οποίο επικεντρώνεται το ενδιαφέρον, είναι βέβαια η νέα ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας, όχι μόνο γιατί είναι η αφετηρία της υπόλοιπης διαδικασίας, αλλά και γιατί, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, οι επιλογές αυτές έχουν πρακτική, συμβολική και πολιτική σημασία για το σύνολο της αστυνομίας.

Αυτές οι ειδικού ενδιαφέροντος ιστοσελίδες είναι η μόνη σχετική πηγή τακτικής πληροφόρησης—με εξαίρεση, αν δεν μου έχει διαφύγει κάτι, ένα πρόσφατο σχετικό δημοσίευμα, αναπόφευκτα, του Βήματος. Η γενική εντύπωση που αποκομίζει κανείς από τα όσα γράφονται και λέγονται είναι πως αυτή η διαδικασία αντιμετωπίζεται από όλους σα μια "αυστηρά οικογενειακή υπόθεση" της αστυνομίας, και, σε ό,τι αφορά στην επιλογή της ηγεσίας, σα μια υπόθεση που αφορά της σχέσεις της αστυνομίας και της κυβέρνησης.

Την περασμένη εβδομάδα έτυχε να κάνω αυτή τη διαδικτυακή περιήγηση στο γραφείο μου. Κάποια στιγμή που θέλησα να ξεκουράσω τα μάτια μου, το βλέμμα μου έτυχε να πέσει πάνω στο βιβλίο του πρώην αρχηγού της μητροπολιτικής αστυνομίας του Λονδίνου, του (Sir, πλέον) Ian Blair. Με εξώφυλλο τη φωτογραφία του Sir Ian, το βιβλίο έχει τον τίτλο Policing Controversy, ο οποίος στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί με διάφορους τρόπους, κάτι σε "αστυνομεύοντας την αντιπαράθεση" ή "αστυνομεύοντας την αμφιβήτηση".

Ο τίτλος είναι πετυχημένος, γιατί ο Sir Ian αμφισβητήθηκε για τη στάση του σε σχέση με τη διεξαγωγή των αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων και το θάνατο από πυρά αστυνομικών του άτυχου Charles de Menezes το καλοκαίρι του 2005, αλλά και για άλλες ενέργειες της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της θητείας του. Είχε επίσης παίξει ρόλο και σε οργανωτικές επιλογές ήδη από την εποχή που ήταν υπαρχηγός της Met. Για παράδειγμα, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο Sir Ian  είχε υποστηρίξει το σύστημα του προσωπικού "πολλών ταχυτήτων" με την εισαγωγή των "αστυνομικών κοινοτικής υποστήριξης", μια χαμηλού κόστους "λύση" για την ενίσχυση της παρουσίας της αστυνομίας στο δρόμο και τις γειτονιές.

Το βιβλίο του, λοιπόν, μισό βιογραφία-μισό ιστορία, έχει ενδιαφέρον, γιατί ο Blair γράφει για όλα αυτά εξηγώντας από τη δική του σκοπιά τα γεγονότα και βεβαίως και τη στάση του. Βέβαια, ο αναγνώστης δεν θα πρέπει να αυταπατάται. Ο κορυφαίος αυτός παράγοντας της αγγλικής αστυνομίας μιλάει με τη φωνή και τη συνείδηση του συστήματος, και άρα οι "αλήθειες" που λέει έχουν συγκεκριμένα όρια. Δεν παύει όμως το βιβλίο να αποτελεί την προσωπική μαρτυρία ενός ανθρώπου, ο οποίος βρέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και συμμετείχε σε αυτή ισότιμα, ως σημαντικός δημόσιος παράγοντας.

Στην Αγγλία, και αλλού, τέτοιες βιογραφίες-απομνημονεύματα αστυνομικών υπάρχουν πάμπολλα, αλλά όχι μόνο τέτοια. Τη δεκαετία του 1970, ο John Alderson, ο οποίος είχε διατελέσει αρχηγός περιφερειακής αστυνομίας και υπαρχηγός της μητροπολιτικής αστυνομίας του Λονδίνου, είχε γράψει το Policing Freedom, ένα βιβλίο "για τα διλήμματα της αστυνόμευσης στις δυτικές δημοκρατίες", στο οποίο μεταξύ άλλων είχε αναπτύξει τις ιδέες του για τις σχέσεις αστυνομίας και κοινότητας. Η παρέμβασή του είχε μεγάλη επιρροή στις τότε συζητήσεις για το χαρακτήρα και το μέλλον της αστυνόμευσης, και στο συστημικό αλλά και στο κριτικό στρατόπεδο.

Ξαναφέρνοντας τη ματιά μου στην οθόνη του υπολογιστή μετά από αυτή τη σύντομη περιπλάνηση στα ράφια της βιβλιοθήκης μου, συνειδητοποίησα τι ακριβώς μου φαινόταν ενοχλητικό στη σειρά των ειδήσεων και των σχολίων για τις κρίσεις στην ελληνική αστυνομία. Στην πραγματικότητα, οι κρίσεις, και οι κρίσεις, δεν είναι παρά άλλη μία ένδειξη της κρίσης που υφέρπει στην ελληνική αστυνομική πραγματικότητα και τη σχέση της αστυνομίας με την κοινωνία, αλλά και την πολιτική. Σκέφτηκα πως τα πρόσωπα, τα οποία καταλαμβάνουν τις κορυφαίες θέσεις στον οργανισμό της Ελληνικής Αστυνομίας, ίσως και με κριτήρια τα οποία μπορεί να μην έχουν και πολύ στενή σχέση με την αξία και τα προσόντα τους τεχνικά μιλώντας, δεν αποτελούν δυστυχώς δημόσια πρόσωπα, δεν είναι ισότιμοι και ενεργοί συμμέτοχοι στην δημόσια ζωή του τόπου, παρά το γεγονός ότι η θέση και η αποστολή τους είναι αποφασιστικής σημασίας για τη δημόσια ζωή του τόπου.

Πόσα βιβλία σαν του Blair, πόσο μάλλον σαν του Anderson, έχουν εκδοθεί στη χώρα μας; Πόσες φορές έχουμε ακούσει την ηγεσία της αστυνομίας να παρεμβαίνει αυτοτελώς στη δημόσια συζήτηση για τα θέματα της ασφάλειας, του εγκλήματος, της δημόσιας τάξης; Αυτά είναι ζητήματα τα οποία απασχολούν τους πολίτες, αλλά ποιός είναι ο δημόσιος λόγος, ποιό είναι το δημόσιο πρόσωπο της αστυνομίας; Σε ποιο βαθμό η ηγεσία της αστυνομίας, και στις κεντρικές αλλά και στις περιφερειακές υπηρεσίες, αποτελεί σημείο αναφοράς πέρα από ένα στενό κύκλο ιθυνόντων, παραγόντων, αξιωματούχων; Είναι άλλης τάξης ζήτημα το εάν ο λόγος που θα εκφέρει η αστυνομία θα είναι συντηρητικός ή ενδεχομένως και πολιτικά χρωματισμένος. Εάν όμως έτσι κι αλλιώς η δραστηριότητα της αστυνομίας έχει ένα πολιτικό αποτέλεσμα, δεν θα ήταν προτιμότερο αυτό να γίνεται με χαρτιά ανοιχτά προς το πολιτικό σώμα που τελικά παίρνει τις αποφάσεις: το λαό;

Ας το δούμε κι αλλιώς: ασφαλώς στο εσωτερικό της αστυνομίας, ένας αξιωματικός μπορεί να καταξιωθεί και να χαίρει της εκτίμησης και της αγάπης του προσωπικού. Είναι όμως σωστό η επιλογή της ηγεσίας της αστυνομίας να αποτελεί ένα τεχνικό ή πολιτικό (ή, χειρότερα, μικροπολιτικό) ζήτημα; Δεν είναι αυτός ένας φαύλος κύκλος, ο οποιος διαιωνίζει την εσωστρέφεια και τον απομονωντισμό της αστυνομίας, αλλά και ο οποίος πολλές φορές έχει τη συνέπεια να αντιμετωπίζονται οι κορυφαίοι αστυνομικοί ως αποδιοπομπαίοι τράγοι κάθε φορά που κάτι "πάει στραβά" στα αστυνομικα πράγματα;

Η γνώμη μου λοιπόν είναι πως χρειαζόμαστε ένα σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης, αξιολόγησης και εξέλιξης, το οποίο ακριβώς θα ενθαρρύνει την αστυνομία και τα στελέχη της να διαμορφώνουν ένα δημόσιο προφίλ, ενεργή παρουσία και ανοιχτή συνομιλία με την κοινωνία, ξεκινώντας από την τοπική κοινωνία.

Είχε γράψει παλαιότερα ο Albert Reiss, από τους κορυφαίους της σύγχρονης αστυνομική επιστήμης, και ένας από τους αγαπημένους μου, πως, εντάξει, ιστορικά η αστυνομία είναι στην υπηρεσία του κράτους και του κατεστημένου, αλλά σε μια εποχή κοινωνικής αλλαγής και ρευστότητας, δεν θα πρέπει οι αστυνομικοί να είναι και οι ίδιοι παράγοντες της κοινωνικής αλλαγής; Να λοιπόν ένας στόχος για ουσιαστική αλλαγή. Μπορεί να υπάρξει μια μεταρρύθμιση με στόχο, σε κάποιο όχι τόσο μακρινό μέλλον, η ηγεσία της αστυνομίας να αποτελεί όχι μόνο ηγεσία της αστυνομίας, αλλά και της κοινωνίας, με εμφανή και ενεργή παρουσία και συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτική ζωή; 

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

" Και εγώ τι θέλετε να κάνω;"

Γράφοντας στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Otwin Marenin, από τους σημαντικούς της σύγχρονης αστυνομικής επιστήμης, επεσήμαινε πως το λάθος της κριτικής θεωρίας ήταν πως έβλεπε την αστυνομία μόνο σαν την πρώτη γραμμή της καταστολής, λίγο πολύ σαν τη σωματοφυλακή της άρχουσας τάξης και της οικονομικής ολιγαρχίας. Η αντίρρησή του ήταν πως δεν έχει κατασταλτικό χαρακτήρα το σύνολο της δραστηριότητας της αστυνομίας: αυτή επιτελεί μια ευρύτατη ποικιλία λειτουργιών και έτσι ικανοποιεί μια ευρύτατη ποικιλία κοινωνικών συμφερόντων και αναγκών. Τι σχέση έχουν οι κλήσεις της τροχαίας με την ταξική κυριαρχία, την ταξική καταπίεση και την ταξική εκμετάλλευση;

Πρώτα-πρώτα, λέει ο Marenin, τα συμφέροντα και οι ανάγκες που εξυπηρετεί η αστυνομία προκύπτουν μέσα από συγκεκριμένες ιστορικές διαδρομές και κοινωνικές συγκρούσεις, οι οποίες διαμορφώνουν και τα οργανωσιακά χαρακτηριστικά και την σύνθεση του προσωπικού της κάθε αστυνομίας· και, έπειτα, υπάρχει μια "γενική τάξη", η οποία αφορά τη δημόσια ειρήνη και ασφάλεια, τους στοιχειώδεις όρους μιας οργανωμένης διαβίωσης, χωρίς τους οποίους η κοινωνική ζωής θα ήταν αδύνατη. Αυτή η γενική τάξη, λέει ο Marenin, πρέπει να διακρίνεται από την "ειδική τάξη" της οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα, αυτά των ισχυρότερων. Άρα αφού η δουλειά της αστυνομίας περιλαμβάνει και λειτουργίες που εξυπηρετούν την γενική τάξη, εξυπηρετεί και τα συμφέροντα των αδυνάτων.

Θυμήθηκα τη "γενική τάξη" του Marenin προχθές, όταν ένας καλός φίλος μου έστειλε να διαβάσω μια πρόσφατη ιστορία από τη Θεσσαλονίκη, με πρωταγωνίστρια μια ποδηλάτισσα. Τη Θεσσαλονίκη την έχω χαρεί δυστυχώς μόνο ως επισκέπτης και πριν από αρκετά χρόνια. Θυμάμαι όμως και πόση εντύπωση μου είχαν κάνει τα διπλοπαρκαρισμένα και τριπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα στους δρόμους της—εικόνα χειρότερη κι από εκείνη των κεντρικών δρόμων της πόλης μου. Η ποδηλάτισσα, λοιπόν, παρόλη την καλή της πρόθεση και τη σύνεση να χρησιμοποιήσει τον ποδηλατόδρομο, συνάντησε ξαφνικά την ανοιχτή πόρτα του (παρκαρισμένου στον ποδηλατόδρομο) αυτοκινήτου μιας κυρίας και από τη σύγκρουση βρέθηκε πεσμένη στο οδόστρωμα. Η κυρία όμως ήταν βιαστική, φαίνεται, κι έτσι έκλεισε την πόρτα, κλείδωσε, κι έφυγε χωρίς κανένα ίχνος ενδιαφέροντος για τη σύγκρουση που είχε προκαλέσει, και φυσικά ούτε και για την κατάσταση της ποδηλάτισσάς μας.

Η ποδηλάτισσα αποφάσισε να δηλώσει το περιστατικό, ζητώντας να καταγραφεί το γεγονός και να πάρει η αστυνομία κάποια μέτρα για την κατάσταση που επικρατεί στο δρόμο εκείνο με τα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Η απάντηση όμως του αστυνομικού απο την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής δεν ήταν αυτή που περίμενε: "και τι θέλετε να κάνω εγώ; ... θα μπορούσατε αφού είδατε τα παρκαρισμένα αμάξια να κατέβετε από το ποδήλατο και να πάτε στο πεζοδρόμιο κυρία μου. Δεν μπορούμε εμείς καθημερινά να ασχολούμαστε και να ανεβαίνουμε μέχρι εκεί", ήταν η απάντησή του. Κι έτσι η ποδηλάτισσα αναρωτήθηκε "σε τι κράτος ζούμε. Ο πολίτης δεν σέβεται το κράτος του και το κράτος δεν κάνει τίποτα ώστε να προστατέψει τον πολίτη ... μήπως όλα ξεκινάνε από την παιδεία που δεν μας έδωσαν στο σπίτι, στο σχολείο, στην κοινωνία;"

Τη φρασούλα πως "όλα είναι θέμα παιδείας" την έχουν μηρυκάσει γενεές γενεών, και εγώ, αφού ήταν το πασπαρτού για μια καλή έκθεση ιδεών, και προκαλούσε πάντα μια κάποια ικανοποίηση στους δασκάλους μας. Τώρα πια, όσο περισσότερο ακούω αυτή τη φρασούλα, τόσο περισσότερο σκέφτομαι ότι αυτή είναι ένα πολύ πετυχημένο σλόγκαν, ένας αυτοματισμός, ο οποίος περισσότερο συγκαλύπτει κάτι κάτω από τη λογική του “όλα φταίνε/όλοι φταίμε", παρά αποτελεί μια διαπίστωση ουσίας. Αυτό που συγκαλύπτει, νομίζω, είναι ακριβώς ότι αυτή η γενική τάξη που, όπως λέει ο Marenin, αναφέρεται στους στοιχειώδεις όρους μιας συλλογικής ύπαρξης αποδεκτής απο όλους, στους στοιχειώδεις όρους μιας καλής κοινωνίας, χρωματίζεται ανεξίτηλα από την "ειδική τάξη" που επιβάλλουν συγκεκριμένα συμφέροντα. Είναι αυτή η "ειδική τάξη" που κάνει εξαιρέσεις την "παιδεία", την γνήσια ευγένεια, το ειλικρινές ενδιαφέρον, το σεβασμό και την ανιδιοτελή προσφορά στον άλλο. Για να το πω αλλιώς: οι περισσότεροι θα συμφωνήσουμε ότι επρόκειτο για αναμφίβολη περίπτωση γαϊδουριάς, αλλά εξεπλάγη κανείς πραγματικά από τη συμπεριφορά της κυρίας;



Εκ των υστέρων, ο καθένας μπορεί να σκεφτεί πως τουλάχιστον μια συγνώμη, έστω μια νύξη ενδιαφέροντος εκ μέρους της θα ήταν επιβεβλημένη. Τι διαφορά θα έκαναν όμως αυτά από τη στιγμή που αυτή αποφάσισε να παρκάρει παράνομα πάνω στον ποδηλατόδρομο, δηλαδή να δώσει αποκλειστική προτεραιότητα στο δικό της άμεσο πρόβλημα, αυτό που αντιμετώπιζε εκείνη τη στιγμή: κάπου να παρκάρει, κι ας χαθεί ο κόσμος. Αυτό είναι ακριβώς το ζήτημα: η δυσκολία του να δεί κανείς πέρα από τα δικά του άμεσα, πολύ πραγματικά προβλήματα, τα οποία γεννά η "ειδική τάξη" της καθημερινής πραγματικότητας. Σε αυτή την πραγματικότητα ευημερούν οι λίγοι. Οι πολλοί, εγκλωβισμένοι στον κρανίου τόπο του μεταπολεμικού ελληνικού αστικού τοπίου (προϊόν κι αυτό μιας "ειδικής τάξης" απο την οποία θησαύρισαν λίγοι), αναλώνονται σε ένα ατελείωτο εμφύλιο πόλεμο που διεξάγεται με βάση τους απαράβατους κανόνες της νεοελληνικής μικροαστικής επιβίωσης, το "ο σώζων εαυτόν σωθήτω", το "πατάω επι πτωμάτων", το "γιατί αυτός κι όχι εγώ", την "πάρτη μου" και τη "δουλίτσα μου".

Αυτή η "ειδική τάξη" αφορά και τον αστυνομικό μας, όχι μόνο επειδή υποτίθεται πως η δουλειά του είναι να την υπερασπιστεί, αλλά γιατί και ο ίδιος βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα σε αυτή: σε ένα οργανισμό στον οποίο ισχύουν οι ίδιοι κανόνες επιβίωσης και οποίος δεν προάγει την καθαρότητα της σκέψης και το θάρρος να ρωτήσει κάποιος τι είδους προτεραιότητες στη δουλειά της αστυνομίας μπορούν να εξυπηρετήσουν την πολυπόθητη "γενική τάξη". Το βάρος της "ειδικής τάξης" είναι τέτοιο, ώστε ακόμη και η μεγάλη μεταβολή της κοινωνικής σύνθεσης της αστυνομίας στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια δεν έχει κατορθώσει να αλλάξει τη γνωστή, "παραδοσιακή" λειτουργία και την εικόνα της, καθώς τα μοτίβα της επαφής της με τους πολίτες. Γι'αυτό και οι εντάσεις που ζούμε συνήθως εκθέτουν την αστυνομία ως τη σωματοφυλακή συγκεκριμένων συμφερόντων, της "ειδικής τάξης".

Αλλά είναι αυτή μια αναπόφευκτη πραγματικότητα; "Και εγώ τι θέλετε να κάνω;": η ποδηλάτισσά μας, νεαρή φοιτήτρια ακόμη, προφανώς εξέλαβε την απάντηση του αστυνομικού ως δείγμα αδιαφορίας. Πιθανό να ήταν. Πόσο διαφορετικά όμως θα ήταν τα πράγματα εάν, έστω για μια στιγμή, έστω σαν μια υπόθεση εργασίας, αντιλαμβανόμασταν την απάντησή του σαν τη διαπίστωση ενός γνήσιου αδιεξόδου, μιας πραγματικής αδυναμίας;



Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Ο καστανάς και τα κάστανα


Σε μια εργασία-ορόσημο της σύγχρονης αστυνομικής επιστήμης, ο Egon Bittner είχε συμπυκνώσει την ουσία της δουλειάς του αστυνομικού γράφοντας πως αυτή τελικά αφορά σε καταστάσεις και περιστατικά της κοινωνικής ζωής, τα οποία κατά κάποιο τρόπο "δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν και για τα οποία κάποιος πρέπει να κάνει κάτι τώρα!" Η φράση αυτή γύριζε στο μυαλό μου καθώς παρακολουθούσα τη συζήτηση για το περιστατικό της 11ης Δεκεμβρίου στη Θεσσαλονίκη, με πρωταγωνιστή έναν καστανά και την αστυνομία. Αναμφίβολα η έκταση της δημοσιότητας έδειχνε πως είχε αυτή η ιστορία κάποια ιδιαίτερη σημασία, η οποία υπερέβαινε το γεγονός καθαυτό, αλλά οι όροι της αντιπαράθεσης που προέκυψε κάθε άλλο παρά οδηγούσαν σε χρήσιμα συμπεράσματα. Το ερώτημά μου ήταν, τι είχε να πει αυτή η ιστορία για τη δουλειά και το ρόλο της αστυνομίας, αλλά και για τη σχέση της με τους πολίτες, με βάση το παραπάνω κριτήριο;

Ο καστανάς, λοιπόν, πουλούσε κάστανα στην πλατεία Αριστοτέλους, αλλά δεν είχε άδεια. Αυτό, σύμφωνα με το νόμο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.  Στην πλατεία, σύμφωνα με την αστυνομία, υπήρχαν αστυνομικοί γιατί βρισκόταν σε εξέλιξη επιχείρηση για τον έλεγχο του παρεμπορίου αλλά και λόγω της χριστουγεννιάτικης εκδήλωσης. Δύο αστυνομικοί (της ομάδας Ζ) προσέγγισαν τον καστανά, έπειτα από καταγγελία πολίτη. Αυτός άρχισε να φωνάζει κι επειδή φαίνεται ότι ο έλεγχος προκάλεσε την περιέργεια ή ίσως και την αντίδραση των παριστάμενων, κι άλλοι αστυνομικοί (της ομάδας ΔΙΑΣ, όπως φαίνεται) πήγαν να συνδράμουν τους συναδέλφους τους.

Η λεκτική ένταση συνεχίστηκε. Οι αστυνομικοί επιχείρησαν να συλλάβουν τον καστανά: αυτός, σύμφωνα με τη δήλωση του αστυνομικού που συμμετείχε στη σύλληψη, αρνήθηκε να τους ακολουθήσει στο αστυνομικό τμήμα. Άρχισε να φωνάζει και όταν αυτοί προσπάθησαν να τον ηρεμήσουν, άρχισε να τους πετάει κάστανα. Ή, σύμφωνα με το δημοσίευμα που έφερε στη δημοσιότητα το περιστατικό, οι αστυνομικοί επιχείρησαν να μετακινήσουν το καρότσι, κι έτσι έπεσαν τα κάστανα κάτω στο πεζοδρόμιο. Στη συνέχεια ήρθε και ένας γερανός της αστυνομίας και ένα περιπολικό (ή δύο).

Μέσα σε όλα αυτά, ο εξηντάχρονος καστανάς λιποθύμησε. Μια γυναίκα προσπάθησε να του βάλει "ένα μπουφάν προσκεφάλι" και οι αστυνομικοί κάλεσαν ασθενοφόρο. Του δόθηκαν οι πρώτες βοήθειες επι τόπου και στη συνέχεια δέχτηκε να προσαχθεί στο αστυνομικό τμήμα. Το περιστατικό όμως αναδύθηκε στο διαδίκτυο. Τα (σόσιαλ) μίντια αγανάκτησαν λόγω του υπερβολικού αριθμού των αστυνομικών και της φύσης του περιστατικού, με το γενικό σκεπτικό ότι "στην Ελλάδα του Τσίπρα και του Καμμένου αφήνουν στο απυρόβλητο μεγαλοκαρχαρίες και εφοπλιστές και καταδικάζουν βιοπαλαιστές".

Κι έτσι το περιστατικό έλαβε πανελλήνιες διαστάσεις. Ο ίδιος ο καστανάς σε συνέντευξή του ανέφερε ότι πολλοί από τους πλανόδιους πωλητές δεν έχουν άδεια και κατήγγειλε το δήμαρχο ότι παραχωρεί τις άδειας επιλεκτικά "σε δικούς του". Ο δήμαρχος κατήγγειλε τον καστανά για θεατρινισμό και εξήγησε ότι η άδεια δεν μπορούσε να ανανεωθεί επειδή ο καστανάς οφείλει σε ασφαλιστικό ταμείο και εφορία. Ακόμη και ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με δημοσιεύματα, επικοινώνησε με τον υπουργό προστασίας του πολίτη για να ζητήσει ενημέρωση για τις "περιπτώσεις ελέγχων όπου υπάρχει η αίσθηση υπερβάλλοντος ζήλου από την πλευρά των οργάνων τάξης".

Θέση όμως πήραν και οι αστυνομικοί: σε τηλεοπτική συνέντευξη, ο πρόεδρος της τοπικής ένωσης  μίλησε για προσπάθεια "να στραφεί η κοινωνία κατά της αστυνομίας" και "να στοχοποιηθεί ο αστυνομικός που κάνει σωστά τη δουλειά του". Αστυνομικοί της ΔΙΑΣ σχολίασαν το επεισόδιο στο facebook λέγοντας πως "ο αστυνομικός οφείλει να επιβάλει αυτό που η συλλογική θέληση του λαού μας, εκφρασμένη μέσα από την νομοθετική διαδικασία των αντιπροσώπων του έχει καταρτίσει. Από όσο έχει δείξει η Ομάδα ΔΙΑΣ, η συντριπτική πλειοψηφία των αστυνομικών εφαρμόζει τον νόμο το ίδιο, προς πάσα κατεύθυνση και προς κάθε πολίτη ... Η δικαιοσύνη είναι που πρέπει να αποφασίζει και να δείχνει την επιείκεια όπου χρειάζεται και όχι ο αστυνομικός..." (η έμφαση στο πρωτότυπο).

Ποιά ήταν η συνέχεια της υπόθεσης; Ο καστανάς καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι μηνών με τριετή αναστολή για την άσκηση πλανόδιου εμπορίου χωρίς άδεια, και αθωώθηκε για την κατηγορία της απείθειας από το αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης. Άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος. Σύμφωνα με δηλώσεις αστυνομικών, ο καστανάς είχε ξαναλιποθυμήσει σε παλαιότερο έλεγχο, όταν πουλούσε καλαμπόκι, βραχιολάκια και άλλα είδη. Την επόμενη μέρα βγήκε και πάλι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης με τον πάγκο του, και δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι θα συναντιόνταν με τον δήμαρχο για να ρυθμίσει το θέμα της άδειάς του.

Άρα;  Όσο περισσότερο προσπαθούσα να βρω και να συνδέσω τα κομμάτια της ιστορίας, τόσο περισσότερο σκεφτόμουν πως αυτό που την έκανε την ιστορία αυτή πανελλήνια είδηση και άναψε τα αίματα των σχολιαστών ήταν ο συμβολισμός ενός αδιεξόδου. Μπροστά σε ένα αδιέξοδο, πολλές φορές αντιδρά κανείς με σύγχυση, κι έτσι έγινε κι αυτή τη φορά. Υπάρχει στη χώρα μας μια κατάχρηση της ιδέας της αστυνομίας, αλλά και της  ιδέας της νομιμότητας. Οι λόγοι είναι σύνθετοι, αλλά αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο που ούτε αστυνομία ούτε νομιμότητα σημαίνουν πολλά πράγματα. Ο φαύλος κύκλος ξεκινάει από την ιδέα μιας νομιμότητας, η οποία είναι εθισμένη στην ποινικοποίηση και συνεχίζει με την ιδέα πως η δουλειά της αστυνομίας αφορά κυρίως την ποινική καταστολή.

Αν όμως είναι αλήθεια πως η δουλειά της αστυνομίας έχει να κάνει με καταστάσεις που "δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν και για τις οποίες κάποιος πρέπει να κάνει κάτι τώρα", τότε η  δουλειά της αστυνομίας έχει να κάνει πρώτιστα με την διαφύλαξη της ειρήνης, της ομαλής λειτουργίας της καθημερινής ζωής. Το παραπάνω κριτήριο, λοιπόν, αφορά και τον προσδιορισμό ενός καλώς εννοούμενου επαγγελματισμού του αστυνομικού, αλλά και συνοψίζει και τους όρους υπό τους οποίους οι πολίτες θα θεωρούσαν ανεπιφύλακτα πρέπουσα και αναγκαία την επέμβαση της αστυνομίας. Ο επαγγελματισμός στην αστυνομική εργασία έχει να κάνει με την κινητοποίηση επιλυτικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων μπροστά σε καταστάσεις που οι πολίτες αισθάνονται απροστάτευτοι ή ανήμποροι να αντιδράσουν. Το σύνολο της επιστημονικής μελέτης της αστυνομίας μας διαβεβαιώνει ότι οι αστυνομικοί είναι συνήθως κακοί ποινικολόγοι, αλλά μπορούν να είναι εξαιρετικοί "επαγγελματίες της τάξης", όταν εκπαίδευση και οργανωσιακά συστήματα τους δίνουν τα εφόδια και την δυνατότητα να λειτουργούν έτσι. Έτσι, απολαμβάνουν μεγαλύτερη αποδοχή και την εκτίμηση των πολιτών.

Αυτό στη χώρα μας δεν γίνεται, ούτε τα σχετικά ερωτήματα έχουν τεθεί ποτέ με ειλικρίνεια και νηφαλιότητα. Γι'αυτό και η προσπάθεια των κριτικών σχολιαστών να καυτηριάσουν την ταξική μεροληψία της αστυνομίας μου φάνηκε τόσο κωμική, όσο απελπισμένη μου φάνηκε και η προσπάθεια των αστυνομικών να υπερασπιστούν την αξία της ισονομίας με βάση αυτό το επεισόδιο. Η πράξη του βιοπαλαιστή καστανά δεν διατάραξε καμία κανονικότητα, η οποία θα δικαιολογούσε την επέμβαση της αστυνομίας. Αυτός παρανόμησε και ενδεχομένως θα συνεχίσει να το κάνει, αντιλαμβανόμενος σωστά ότι τελικά και ο νόμος αντιλαμβάνεται τη δραστηριότητά του και τη σχετική αδειοδότηση ως μια μορφή ελεημοσύνης—αφήνοντας όμως τις "λεπτομέρειες" στις τοπικές αρχές. Αν αυτά είναι έτσι, ποιός είναι ο λόγος για να αποτελεί η έλλειψη της άδειας πλημμέλημα; Ποιός είναι ο λόγος για να αναλώνονται αυτές οι ειδικές μονάδες της αστυνομίας σε τυπικούς αγορανομικούς ελέγχους; Ποιός είναι ο λόγος για να κινητοποιείται η ποινική δικαιοσύνη, αφού τελικά ούτε η πρόληψη ούτε η καταστολή της δραστηριότητας δεν εξυπηρετείται;

Με άλλα λόγια, η ζωή συνεχίστηκε με το τίμημα μιας αλόγιστης σπατάλης υλικών, ψυχικών και ηθικών πόρων. Είναι αυτή η κανονικότητα που με οδηγεί να σκεφτώ πως το μόνο χρήσιμο δίδαγμα από αυτή την ιστορία είναι ότι δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε συμβεί, γιατί, απλούστατα, δεν είναι ο ρόλος της αστυνομίας να εμπλέκεται σε τέτοια καθήκοντα. Υπήρχε ο καστανάς, αλλά δεν υπήρχαν κάστανα, για να βγούν από τη φωτιά.