Μερικά παλιότερα κείμενα

Αστυνομία: το αίτημα του εκδημοκρατισμού παραμένει επίκαιρο

Συμπληρώνεται αυτές τις μέρες ένας χρόνος από την διεξαγωγή του διεθνούς συνεδρίου με θέμα τον εκδημοκρατισμό της αστυνομίας, το οποίο διοργάνωσε το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς σε συνεργασία με το transform! και το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ. Το συνέδριο εκείνο έδωσε την ευκαιρία για μια ανοιχτή και ευρεία συζήτηση μιας σειράς ζητημάτων, τα οποία συνήθως η αριστερά διστάζει να ανοίξει, αλλά όμως ήταν κομβικής σημασίας τις παραμονές της εκλογικής νίκης του Σύριζα τον Ιανουάριο του 2015. 

Μακάρι σήμερα, υπό το φώς της εμπειρίας που μεσολάβησε κατά την πρώτη θητεία μιας κυβέρνησης με βασικό κορμό ένα κόμμα της αριστεράς, να ήμασταν σε θέση να κάνουμε μια πανηγυρική μνεία μιας συνάντησης που έφερε για πρώτη φορά ένα μέρος της πολιτικής αριστεράς στο ίδιο φόρουμ με πανεπιστημιακούς, ακτιβιστές, μαχόμενους νομικούς, και συνδικαλιστές της αστυνομίας. Ένα χρόνο μετά όμως αμφίβολο αν το ενδιαφέρον και ο ενθουσιασμός εκείνων των ημερών δικαιώθηκε από τις εξελίξεις.

Το ζητούμενο του εκδημοκρατισμού της αστυνομίας δεν είναι πρωτοφανές. Είχε τεθεί ήδη από τη δεκαετία του 1960, και το σύνολο σχεδόν των σημαντικότερων προοδευτικών πανεπιστημιακών μελετητών του θεσμού το έχει ξαναφέρει στη συζήτηση τα τελευταία δέκα χρόνια. Διατηρείται ζωντανό σε διάφορες χώρες από συλλογικές πρωτοβουλίες και οργανώσεις που απαιτούν αυξημένα επίπεδα διαφάνειας και ελέγχου της δραστηριότητας της αστυνομίας. Έχει καταγράψει νίκες και πρακτική πρόοδο σε πολιτικές συνθήκες που ευνοούσαν μια δραστική αλλαγή της οργάνωσης και της πρακτικής της αστυνομίας. 
Στη χώρα μας το ζητούμενο του εκδημοκρατισμού ήταν καταγεγραμμένο σε παλαιότερο χρόνο στις προγραμματικές θέσεις του Σύριζα, αποδίδοντας με σαφήνεια τις αρχές, τις ευαισθησίες και τις προτεραιότητες ενός προοδευτικού τμήματος του αστυνομικού συνδικαλισμού. Ένα σημαντικό μέρος του απηχούσε και τους θεσμικούς και επαγγελματικούς προβληματισμούς που διατυπώνουν οι ενώσεις των αστυνομικών υπαλλήλων, με βάση τη διαπίστωση ότι οι εργασιακές σχέσεις και συνθήκες στο εσωτερικό της αστυνομίας βρίσκονται σε οριακό σημείο, κι ότι ο επαγγελματικός ρόλος του προσωπικού της αστυνομίας και η ίδια η λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας βρίσκονται σε διαρκή απαξίωση. Το πρωτοφανές, λοιπόν, είναι ότι η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 δεν ανέλαβε άμεσες πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή του εκδημοκρατισμού, έστω στη βάση αυτού του κοινού παρονομαστή. Θα ήταν μια καλή αρχή.

Ίσως είναι ακόμη νωρίς να προχωρήσουμε σε μια διεξοδική αποτίμηση της προηγούμενης περιόδου. Οι πρόσφατες καταγγελίες του πανεπιστημιακού και εξωκοινοβουλευτικού πρώην αναπληρωτή υπουργού Γιάννη Πανούση, ανεξάρτητα από το εάν είναι αληθείς ή όχι και σε ποιά έκταση (θα κριθεί), κάνουν ακόμη δυσκολότερη την κατανόηση των προβληματισμών, των προτεραιοτήτων, των περιορισμών και των περιθωρίων εντός των οποίων ενέργησε κατά τη διάρκεια της θητείας του. Προφανώς στο εσωτερικό της αστυνομίας υπάρχουν αντιστάσεις στη λογική μιας οποιούδηποτε τύπου προοδευτικής μεταρρύθμισης, όχι μόνο από τα αντιδραστικά στοιχεία που αναμφίβολα υπάρχουν, αλλά και λόγω της αδράνειας που δημιουργεί η οργανωσιακή και επαγγελματική κουλτούρα της. Εξίσου όμως υπάρχει και ένα κομμάτι της αριστεράς, σημαντικό ίσως, το οποίο αρνείται την δυνατότητα οποιασδήποτε προοδευτικής μεταρρύθμισης της αστυνομίας. Μου φαίνεται ότι οι λόγοι γι'αυτό είναι περισσότερο ιστορικοί, παρά θεωρητικοί και πολιτικοί. Γι' αυτό το λόγο μου φάνηκε και ακατανόητη η βιασύνη του Γ. Πανούση να αμφιβητήσει το νόημα μιας αριστερής αστυνομίας. Αλλά γιατί ο πολιτικός ορίζοντας της αριστεράς πρέπει σώνει και καλά να αποκλείει τη δυνατότητα παρέμβασης στην οργάνωση και τη λειτουργία της αστυνομίας; Γιατί άραγε δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε και για την αστυνομία αυτό που διεκδικούμε για κάθε οργάνωση της εργασίας; 

Να λοιπόν: αριστερή αστυνομία είναι μια αστυνομία της οποίας η μορφή έχει αποστρατιωτικοποιηθεί, ο εσωτερικός καταμερισμός εργασίας έχει απογραφειοκρατικοποιηθεί, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων και η οργάνωση της υλοποίησής τους βασίζονται σε εκτεταμένη εξωτερική και εσωτερική διαβούλευση. Είναι μια αστυνομία, η οποία υπόκειται σε διεξοδικό και αποτελεσματικό θεσμικό έλεγχο και οργανώνεται με βάση έναν επιστημονικά τεκμηριωμένο και ηθικά διαφανή επαγγελματισμό. Είναι μια αστυνομία, η οποία διασφαλίζει την ακεραιότητα, την αξιοπρέπεια και την ανάπτυξη των ικανοτήτων και της προσωπικότητας των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτή. Αυτό είναι το νόημα του εκδημοκρατισμού της αστυνομίας.

Προφανώς αυτό δεν αποτελεί μόνο οδηγό για ένα πρόγραμμα άμεσων και απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, αλλά πρόκεται για μια πορεία, της οποίας ο ορίζοντας είναι τελικά ο συνολικός εκδημοκρατισμός της κοινωνίας και η οργάνωση μιας μετακαπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Ο εκδημοκρατισμός αφορά στα συμφέροντα της συντριπτικής κοινωνικής πλειοψηφίας σήμερα μπορούν να διεκδικηθούν μόνο από μια πλειοψηφική αριστερά που θα πραγματοποιήσει τη ρήξη ενάντια σε μια οικονομική και πολιτική μειοψηφία. Αυτή είναι προφανώς μια μακριά πορεία και απαιτεί συντεταγμένη πολιτική δράση και ευρύτερες συμμαχίες, και στο εσωτερικό της αστυνομίας, γιατί δεν πρόκειται για μια μονολιθική οργάνωση. Γίνεται τέτοια, όταν ξεγράφεται σαν πεδίο πάλης και παραδίνεται στη δυναμική των 'θεσμών', του γραφειοκρατισμού και του μιλιταρισμού. 

Ο εκδημοκρατισμός όμως δεν αφορά μόνο την αστυνομία ως οργάνωση με τη στενή έννοια. Αφορά και το ζήτημα της ασφάλειας, μέσα από το οποίο αναγκαστικά περνάει ο σχηματισμός μιας προοδευτικής πλειοψηφίας. Έτσι όπως προσεγγίζει η αριστερά το ζήτημα σήμερα απλώς και μόνο ενισχύει την ικανότητα της (ακρο-)δεξιάς, και των ίδιων των κρατικών μηχανισμών να αποδιοργανώνουν ευρύτερα τμήματα του λαού με βάση αυτό που εννοοούν εκείνοι ως ασφάλεια, την έννοια δηλαδή που της δίνουν οι 'έγκριτοι' και οι εκκολαπτόμενοι οργανικοί διανοούμενοι του βιομηχανικού συμπλέγματος ασφάλειας, το οποίο αρθρώνεται με γρήγορους ρυθμούς και στην Ελλάδα. Η τάση σήμερα είναι η λειτουργική συγχώνευση των μηχανισμών καταστολής και επιτήρησης, ο σχηματισμός ενός συνεχούς μεταξύ στρατού, αστυνομίας, και μυστικών υπηρεσιών, του οποίου η ύπαρξη δικαιολογείται στο δημόσιο διάλογο με βάση τις "πρωτόγνωρες" απειλές και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε. 

Με ποιά έννοια όμως; Μας απασχολεί άραγε στ'αλήθεια το ζήτημα της συγκρότησης της καθημερινής κοινωνικής ζωής και των σχέσεων στη μετακαπιταλιστική κοινωνία που οραματιζόμαστε; Με ποιές συνθήκες, με τί είδους οργανώσεις, με τι είδους πρακτικές θα φτάσουμε εκεί; Η περιβόητη 'ασφάλεια' έχει να κάνει ακριβώς με αυτά τα ζητήματα. Και, για να αντιμετωπίσει τελικά αυτά τα ζητήματα, η αριστερά σήμερα δεν μπορεί να αποβάλει από τον θεωρητικό και πρακτικό πολιτικό της ορίζοντα μια σειρά ζητημάτων, από το άγχος της ανασφάλειας για το μικροέγκλημα και την εντατικοποίηση—τεχνολογικοποίηση και στρατιωτικοποίηση—της καθημερινής αστυνόμευσης ως τη "διαχείριση" των μεταναστευτικών ροών και την "αντιμετώπιση" των ζητημάτων του "οργανωμένου εγκλήματος" και της "τρομοκρατίας".

Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα προφανώς θα βρεθούν μέσα από την ανοιχτή πολιτική δράση δίπλα στο λαό και τα κινήματα. Περνάνε όμως και μέσα από την ιδέα του εκδημοκρατισμού της αστυνομίας, η οποία προσφέρει ένα λεξιλόγιο και ένα πρακτικό πρόγραμμα αλλαγής από τα μέσα, με βάση τα προβλήματα και τις διεκδικήσεις των εργαζομένων σε αυτή, ως εργαζομένων. Το αίτημα του εκδημοκρατισμού της αστυνομίας είναι επίκαιρο, καίριο, και πρέπει να παραμείνει ζωντανό.

* Δημοσιεύτηκε στις 29 Νοεμβρίου 2015 στο Red Notebook


Χρειαζόμαστε κάτι παραπάνω από ένα ινστιτούτο


Η προγραμματική εξαγγελία της κυβέρνησης για τη δημιουργία ενός ινστιτούτου «μελέτης και ανάλυσης της εγκληματικότητας και των αστυνομικών σπουδών»δημιουργεί μια πολύτιμη ευκαιρία για το ξεκίνημα μιας βαθιάς προοδευτικής τομής στη λειτουργία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης —υπό την προϋπόθεση μιας σωστής κατανόησης των στρατηγικών όρων με τους οποίους θα πρέπει να επιδιωχθεί αυτή.

Το «ινστιτούτο» αποτελεί από παλιά αντικείμενο συζήτησης, ίσως και «αίτημα», μεταξύ των εγκληματολόγων στη χώρα μας. Η έλλειψη ενός συγκροτημένου διαλόγου μεταξύ εγκληματολογίας και πολιτικής, αλλά και η έλλειψη διεξοδικής επιστημονικής και τεχνικής τεκμηρίωσης των κατά καιρούς πολιτικών επιλογών, είχε γίνει φανερή ήδη από τη δεκαετία του 1990, στην απαρχή δηλαδή μιας σειράς σημαντικών αλλαγών στα χαρακτηριστικά της εγκληματικότητας, της αντιμετώπισής της, αλλά και των όρων του δημόσιου διαλόγου γύρω από αυτήν. Χωρίς να έχουν λείψει και τολμηρές προτάσεις, η κατα καιρούς συζήτηση για το 'ινστιτούτο' αντικατοπτρίζει ένα μετριοπαθές διάβημα σε σχέση με την ανάγκη ενός στοιχειώδους θεσμικού εκσυγχρονισμού του κυκλώματος της παραγωγής, επεξεργασίας και χρήσης της εγκληματολογικής γνώσης και ενός «εξορθολογισμού» της αντεγκληματικής πολιτικής στη χώρα μας. 

Το ερώτημα είναι εάν η απλή προσθήκη ενός ινστιτούτου θα ήταν ικανή να συνεισφέρει στη διερεύνηση και διαμόρφωση μιας «ορθολογικής» αντεγκληματικής πολιτικής, με τη δημιουργία μιας θεσμικής γέφυρας μεταξύ της επιστήμης της εγκληματολογίας και της παραγωγής των σχετικών δημόσιων πολιτικών. Η απάντηση δεν είναι διαφορετική, είτε κάποιος ξεκινά το συλλογισμό του από τα τρέχοντα θεσμικά και πραγματικά δεδομένα σε σχέση με τη δυνατότητα «εξορθολογισμού» του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, είτε, ιδίως, από τα αιτήματα και τις φιλοδοξίες μιας κυβέρνησης της αριστεράς για την αναγκαία ριζική αναμόρφωση και τον εκδημοκρατισμό του συστήματος αυτού. Δεν αρκεί απλά η τακτοποίηση μιας τεχνοκρατικής εκκρεμότητας με τη δημιουργία μιας ερευνητικής μονάδας σε κάποια γωνία της δημόσιας διοίκησης, όσο και εάν αυτή ενδεχομένως συμβάλει στην επισημοποίηση και την τυποποίηση της σχέσης της επιστημονικής εγκληματολογίας με τα κυκλώματα παραγωγής πολιτικών για τη δημόσια ασφάλεια και την ποινική δικαιοσύνη. Ας δούμε σύντομα γιατί.

Η δημόσια ασφάλεια και η ποινική δικαιοσύνη έχουν αναδειχθεί εδώ και καιρό σε πρωτεύοντα ζητήματα στη σκέψη της πλειοψηφίας των πολιτών αλλά και σε διακυβεύματα στην πολιτική αρένα. Εντούτοις ο σχεδιασμός και η διαμόρφωση των σχετικών δημόσιων πολιτικών βραχυκυκλώνονται από τα χαρακτηριστικά τόσο της σχετικής δημόσιας συζήτησης όσο και τις διαδικασίες της παραγωγής τους. Πρώτα-πρώτα, υπάρχουν σοβαρές ασυνέχειες ή και πραγματικά κενά και, σε κάθε περίπτωση, έλλειψη πρόσβασης και διαφάνειας στην πληροφόρηση των πολιτών σε σχέση και με την κίνηση της εγκληματικότητας αλλά και τη δραστηριότητα του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Έτσι όμως ο λαός ως πολιτικό σώμα αποκλείεται συστηματικά από τη σχετική συζήτηση και την επίλυση των πολιτικών διλημμάτων. Ακόμη περισσότερο άγεται και φέρεται από την ημιπληροφόρηση και το θέαμα που προσφέρουν απλόχερα τα ΜΜΕ με τη γενναιόδωρη, ασφαλώς, συνδρομή και του πολιτικού καιροσκοπισμού.

Έπειτα, σε ό,τι αφορά στις βάσεις μιας «ορθολογικής πολιτικής», αυτές απλά δεν υπάρχουν: η επίσημη καταγραφή των σχετικών δεδομένων (π.χ. Στατιστική Επετηρίδα ΕΛ.ΑΣ., Στατιστική της Δικαιοσύνης), στο βαθμό που γίνεται με τακτικό και αξιόπιστο τρόπο, δεν είναι χρηστική ούτε για την επιστημονική παραγωγή ούτε, κυρίως, για την παραγωγή πολιτικής, δηλαδή αρχών, δράσεων, μέτρων και ούτω καθεξής. Γενικότερα μιλώντας, το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο και ιδίως οι νοοτροπίες που κυριαρχούν στο εσωτερικό του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης καθιστούν το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης αφιλόξενο, ή ακόμη και εχθρικό, περιβάλλον στην εγκληματολογική έρευνα. Ένα τέτοιο περιβάλλον δεν μπορεί να είναι ούτε και ανοιχτό, πόσο μάλλον δεκτικό σε ό,τι η εγκληματολογική έρευνα έχει ενδεχομένως να συνεισφέρει.

Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι η επιστήμη και η πολιτική έχουν μια στενότερη επαφή στο πλαίσιο της νομοπαραγωγικής διαδικασίας. Το πρόβλημα όμως, σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, είναι ότι αυτή η διαδικασία κυριαρχείται από το φορμαλισμό του ποινικού δικαίου και την αναζήτηση δογματικών λύσεων, τις περισσότερες φορές χωρίς αναφορά σε συστηματικά εμπειρικά δεδομένα—γιατί απλούστατα αυτά δεν υπάρχουν ή είναι ασαφή. Το ίδιο ισχύει και όταν αναζητούνται νομοθετικά λύσεις σε επείγοντα πρακτικά προβλήματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι τη θέση των εγκληματολογικών δεδομένων την καταλαμβάνει το ποινικό δίκαιο ως κοινή γλώσσα τόσο μεταξύ των φορέων του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης (δικαστών, δικηγόρων, και άλλων λειτουργών και υπάλλήλων), όσο και, πολύ συχνά, μεταξύ των φορέων αυτών και των ειδικών επιστημόνων, συμπεριλαμβανομένων και των εγκληματολόγων. 
Έτσι όμως κλείνει και ένας ευρύτερος φαύλος κύκλος, γιατί και πάλι οι πολίτες αποκλείονται από τη διαδικασία της διαμόρφωσης της αντεγκληματικής πολιτικής, αυτή τη φορά ως «μη ειδικοί», αφού ούτε επαρκή πληροφόρηση διαθέτουν, ούτε νομικοί είναι για να εκφέρουν γνώμη για τις νομοτεχνικές λύσεις που προκύπτουν από τα παραπάνω.

Η αναντιστοιχία δημόσιας συζήτησης, θεσμικού πλαισίου και πρακτικής λειτουργίας του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης έχει βαθιές και επίμονες ρίζες, αλλά δεν παύει να αποτελεί κρατική πολιτική. Η στρατηγική σημασία αυτής της κατάστασης έχει αναδειχθεί πλήρως στα χρόνια της κρίσης, και δεν είναι τυχαίο ότι διάφορες δυνάμεις, ιδίως οι ακραίες, σπεύδουν με κάθε ευκαιρία να αποκομίσουν πολιτικά κέρδη από αυτή. Τα προβλήματα του παρελθόντος μετατρέπονται σε αδιέξοδα τόσο πολύ, ώστε ακόμη και ο προοδευτικός χώρος έχει καθηλωθεί σε έναν μάλλον αμυντικό λόγο για την υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών και των δικαιωμάτων, ακόμη και ως κυβέρνηση. Υπάρχουν πραγματικά όρια στο κατά πόσο οι επιμέρους νομοθετικές παρεμβάσεις και η εισαγωγή μηχανισμών εξωτερικής εποπτείας και ελέγχου μπορούν να αλλάξουν την πραγματικότητα στο εσωτερικό του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. 

Μια προοδευτική στρατηγική στόχευση απαιτεί συντονισμό μεταξύ κυβερνητικών παρεμβάσεων, οργάνωσης της λαϊκής πίεσης και ανάπτυξης συμμαχιών στο εσωτερικό του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, με ορίζοντα μια δραστική αλλαγή κουλτούρας, μια αλλαγή των πρακτικών και των νοοτροπιών που διαπερνούν σήμερα το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και τα επιμέρους θεσμικά κομμάτια του: την αστυνομία, τις εισαγγελίες, το σωφρονιστικό σύστημα. Το εύρος όμως μιας τέτοιας παρέμβασης θα πρέπει να περιλαμβάνει και μια σειρά κυβερνητικών και άλλων οργανισμών και φορέων, οι οποίοι με άμεσο ή έμμεσο τρόπο εμπλέκονται στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, την επανένταξη των δραστών και την παροχή προστασίας και φροντίδας στα θύματα. 

Μοχλός για την υλοποίηση ενός τέτοιου οράματος θα πρέπει να είναι πράγματι ένα ερευνητικό ινστιτούτο ή κέντρο, αλλά με δομή πιο σύνθετη από εκείνη μίας επιστημονικής επιτροπής, η οποία θα καθορίζει ερευνητικές προτεραιότητες και θα εποπτεύει ερευνητικές δραστηριότητες. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, αυτό το τελευταίο θα ήταν βέβαιη συνταγή για αποτυχία. Ασφαλώς ο χαρακτήρας του κέντρου θα πρέπει να είναι πρωταρχικά επιστημονικός: αποστολή του θα είναι η διεξαγωγή επιστημονικής έρευνας, η ανάπτυξη και αξιολόγηση προγραμμάτων και τεχνολογιών σχετικών με την πρόληψη και γενικότερα την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, της θυματοποίησης, την απονομή και τη διοίκηση της ποινικής δικαιοσύνης. Αυτό θα πρέπει να αποτυπώνεται ρητά στο θεσμικό πλαίσιο, στα προσόντα του διευθυντή του και στη σύνθεση της διεύθυνσής του. Στην τελευταία όμως θα πρέπει να συμμετέχουν και εκπρόσωποι των επιστημονικών ενώσεων ή φορέων των λειτουργών και άλλων εργαζομένων στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Επίσης, θα πρέπει διοικητικά να διαθέτει και μια σχετική αυτονομία, να υποχρεώνει τη διοίκηση σε ενέργειες σε θέματα σχετικά με την αποστολή του, αλλά και να έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται τον προϋπολογισμό και τους άλλους πόρους του. Λόγω της ιδιαιτερότητας αυτής, αν και από διοικητική άποψη ένα τέτοιο κέντρο θα πρέπει ιδανικά να υπάγεται στο πεδίο ευθύνης των συναρμόδιων υπουργείων (Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης —με τη συμβατική ορολογία), θα πρέπει να αναζητηθούν τρόποι, ώστε να υπάρχουν αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και θεσμικού ελέγχου της δραστηριότητάς του. 

Γιατί όμως μια τέτοια δομή είναι αναγκαία; Εάν η στρατηγική στόχευση είναι η αλλαγή της κουλτούρας του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, το ινστιτούτο θα πρέπει να αποτελέσει κέντρο αναφοράς και συντονισμού συνολικά του δικτύου παραγωγής της εγκληματολογικής γνώσης με σκοπό τη διαμόρφωση σχετικών πολιτικών, αλλά και την παρακολούθηση της χρήσης αυτής της γνώσης στην εφαρμογή αυτών των πολιτικών. Η έννοια του «συντονισμού» και της «παρακολούθησης» πάλι έχει να κάνει περισσότερο με τον ερευνητικό παρά με το διοικητικό χαρακτήρα αυτού του κέντρου: θα πρόκειται για ένα συνδετικό κρίκο, έναν κόμβο, μεταξύ της καταγραφής δεδομένων, της επιστημονικής έρευνας, της διαμόρφωσης και υλοποίησης των πολιτικών σχεδιασμών και της παρακολούθησης των ευρύτερων αποτελεσμάτων τους.

Έτσι, η επιτυχία αυτής της προσπάθειας θα κριθεί αφενός μεν από το κατά πόσο η τεκμηρίωση των επιλογών, που γίνονται σε όλα τα επιμέρους τμήματα και τις βαθμίδες του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, θα καταστεί προτεραιότητα και μέλημα των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτό (στην αστυνομία, στη δικαιοσύνη, στο σωφρονιστικό σύστημα), και αφετέρου από το κατά πόσο τα αποτελέσματα της καθημερινής πρακτικής και εμπειρίας αυτών των τελευταίων θα μεταφέρονται αναδραστικά στο επίπεδο της επιστημονικής έρευνας και της διαμόρφωσης της πολιτικής. Επιπλέον, η λειτουργία ενός τέτοιου μοντέλου, το οποίο αποτελεί κατά βάση μια προσαρμογή της ιδέας της «μεταφραστικής εγκληματολογίας», θα αντανακλάται και στα συστήματα εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης του προσωπικού, έτσι ώστε σε βάθος χρόνου να εμπεδωθεί μια γενικότερη αλλαγή της κουλτούρας του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης.

Τέλος, η θεσμική βαρύτητα, που θα διαθέτουν η δραστηριότητα του ινστιτούτου και η συγκροτημένη προσπάθεια συναρμογής της έρευνας, της πολιτικής και της πράξης στο πεδίο της αντεγκληματικής πολιτικής, θα έχει και ένα απελευθερωτικό αποτέλεσμα: το ξεπέρασμα της απουσίας συστηματικής καταγραφής και αντιμετώπισης των προβλημάτων, την περιθωριοποίηση της λογικής της εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων σε βάρος της αναζήτησης τεκμηριωμένων απαντήσεων, την ακύρωση του εξοβελισμού της έγκυρης και υπεύθυνης πληροφόρησης των πολιτών από το μιντιακό παζάρι της θεαματικότητας. Όλα αυτά βέβαια απαιτούν πολλή δουλειά και κυρίως πολιτική πρωτοβουλία και σθένος. Στη σημερινή συγκυρία υπάρχει η ευκαιρία να γίνει μια καλή αρχή.

Δημοσιεύτηκε στις 18 Απριλίου 2015 στο Red Notebook


Αστυνομία, αστυνόμευση και κυβέρνηση της αριστεράς


Ο απολογισμός της περιόδου που πρέπει να κλείσει με την αλλαγή σελίδας στις 17 Ιουνίου είναι καταθλιπτικός: η αστυνομία από τη μια αντιμετωπίζεται από τους πολίτες με δυσπιστία, καχυποψία, χλεύη, εχθρότητα, και από την άλλη έχει μετατραπεί σε ένα οργανισμό που είναι ολοένα και πιο απάνθρωπος για την μεγάλη πλειοψηφία των ίδιων των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτή. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν αποτελεί έκπληξη το ότι η αστυνομία δεν μπορεί να εκπληρώσει με επιτυχία το ρόλο της στην πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, ιδίως εκείνων των μορφών του που επηρεάζουν αρνητικά την καθημερινή ζωή όλων. Χειρότερα ακόμη, μετατρέπεται έτσι σε μηχανισμό, ο οποίος αναλαμβάνει πρωταρχικό ρόλο στην παγίωση της αυθαιρεσίας, την κατάχρηση βίας και εξουσίας και την αναπαραγωγή προκαταλήψεων σε βάρος των πιο αδύναμων ιδίως πληθυσμιακών ομάδων. 

Το ότι αυτός δεν μπορεί να είναι ο ρόλος της αστυνομίας σε μια δημοκρατική κοινωνία το καταλαβαίνουν όλοι. Πολλοί όμως, με δεδομένη την παράσταση ότι η αστυνομία αποτελεί τον βασικό διαχειριστή του κρατικού μονοπωλίου της βίας σε μια κοινωνία στην οποία το πρόβλημα του εγκλήματος εμφανίζεται να διογκώνεται και οι κοινωνικές συγκρούσεις οξύνονται, θεωρούν αναπόφευκτες αυτές τις εξελίξεις. Δεν βοηθάει και το πως προσεγγίζουμε τα προβλήματα στη χώρα μας. Ιδίως τα ΜΜΕ, στα οποία έχει αφεθεί σχεδόν μονοπωλιακά η παρουσίαση αυτών των ζητημάτων, συνήθως μιλούν προς το ευρύτερο κοινό με κραυγές πανικού και εικόνες και ήχους που (κατασκευάζονται για να) σοκάρουν. Παγιώνεται έτσι ο πρωτογονισμός του άσπρου-μαύρου στην εξήγηση του προβλήματος της εγκληματικότητας, ο οποίος τελικά δεν είναι πολύ διαφορετικός από  τη ρητορεία του άσπρου-μαύρου με την οποία παρουσιάζεται η ΄σύγκρουση΄ των διαχειριστών του πολιτικού συστήματος με τις ΄συντεχνίες΄, τους ΄τεμπέληδες΄, τους ΄αργόμισθούς΄, τα ΄κωλόπαιδα΄ κτλ. 

Όμως το έγκλημα δεν είναι λιγότερο κοινωνικό πρόβλημα από εκείνα της ανεργίας ή της διεύρυνσης των οικονομικών και άλλων ανισοτήτων. Ξεκινώντας από αυτή την διαπίστωση, μπορούμε να αντιληφθούμε τον φαύλο κύκλο στον οποίο εγκλωβίζεται η αστυνομία, με ευθύνη της πολιτικής ιδίως ηγεσίας της. Ευτυχώς ήδη περισσότεροι πολίτες και αστυνομικοί συνειδητοποιούν ότι το στρίμωγμα της αστυνομίας στον σισύφειο ρόλο που διαδραματίζει σήμερα αποτελεί προϊόν συγκεκριμένων επιλογών και αποφάσεων, η οποίες συνδέονται οργανικά με εκείνες που ευθύνονται για τη συνολικότερη κρίση που βιώνουμε σήμερα. Όπως οι πολιτικές επιλογές της λιτότητας και της διάλυσης του κοινωνικού κράτους παγιώνουν τα υπάρχοντα κοινωνικά αδιέξοδα και τις διαιρέσεις και δημιουργούν νέα και οξύτερα, έτσι και οι αποφάσεις για τη διάταξη των δυνάμεων της αστυνομίας με εντατικότερα κατασταλτικό προσανατολισμό και οι επιλογές για περισσότερα περιπολικά, μοτοσικλέτες, κράνη, όπλα  κτλ. παγιώνουν στο εσωτερικό της αντιλήψεις και τρόπους δουλειάς που υπονομεύουν σε μονιμότερη βάση τη δυνατότητα της αστυνομίας να επιτελέσει με επιτυχία την αποστολή της, ακριβώς επειδή πλήττουν τη σχέση εμπιστοσύνης και εκτίμησης με την ευρύτερη κοινωνία από την οποία η τελευταία εξαρτάται. Εντωμεταξύ, οι γειτονιές νεκρώνουν, οι πλατείες ματώνουν, ο φόβος και η δυσπιστία γιγαντώνονται. 

Τις παραπάνω σχέσεις τις έχει υποδείξει από καιρού με θεωρητική ενάργεια αλλά και εμπειρικά δεδομένα μια εγκληματολογία που επιμένει να δίνει προτεραιότητα στο ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ασφαλώς οι συσχετισμοί δύναμης στο πεδίο της παραγωγής της εγκληματολογικής γνώσης έχουν καταστήσει ασφυκτικά κυρίαρχες προσεγγίσεις, οι οποίες προκρίνουν τη διαχείριση, όχι την αλλαγή του συστήματος (ότι αυτό μπορεί να συμβαίνει μας το δείχνει καθαρά η κατάσταση, για παράδειγμα, στο χώρο της οικονομικής επιστήμης). Εντούτοις, υπάρχει σήμερα επιστημονική γνώση τέτοια και τόση ώστε να στηρίξει αποτελεσματικά ένα μοντέλο αστυνόμευσης, το οποίο θα ανταποκρίνεται στην πραγματική ανάγκη της ευρύτερης κοινωνίας όχι απλά για προστασία με όρους ισότητας και διαφάνειας, αλλά για συμπαραγωγή του κοινού αγαθού της ασφάλειας από μια υψηλού επαγγελματικού επιπέδου αστυνομία και ένα κοινωνικό σώμα το οποίο θα έχει τη γνώση, την θεσμική ικανότητα και την αυτοπεποίθηση να συμβάλει στη διαδικασία αυτή. 

Βέβαια, δεν είναι μυστικό πως η πολιτική αριστερά έχει σχέσεις καχυποψίας και αντιπαλότητας με την αστυνομία όχι μόνο για θεωρητικούς αλλά και για πολύ πραγματικούς ιστορικούς όρους. Είναι όμως η αριστερά που καλείται σήμερα να δρομολογήσει τις θεμελιώδεις αλλαγές στη φιλοσοφία, την οργάνωση και την πρακτική της αστυνόμευσης. Αλλά όσο είναι αδύνατη η υλοποίηση του αιτήματος της αριστεράς για πλήρη δημοκρατική συγκρότηση και έλεγχο της αστυνομίας στο υπάρχον κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, άλλο τόσο είναι βέβαιο ότι η οχύρωση της αστυνομίας πίσω από την εξουσιαστική σχέση την οποία εκφράζει με προνομιακούς υλικούς και οργανωτικούς όρους στο ίδιο αυτό πλαίσιο θα δημιουργήσει (δημιουργεί ήδη εδώ και καιρό) οξύτατα προβλήματα και αδιέξοδα για τη συντριπτική πλειοψηφία τόσο των πολιτών όσο και των ίδιων των αστυνομικών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι καμία αλλαγή δεν μπορεί να γίνει ΄δι΄εφόδου΄ (ιδίως εάν με αυτό εννοεί κάποιος την κατεστημένη κυβερνητική πρακτική του ΄ξηλώματος΄ ή των μετακινήσεων προσωπικού...). 

Απαιτείται πολιτική επιμονή και υλοποίηση ενός σχεδιασμού σε βάθος χρόνου ώστε  όχι μόνο να γίνει γενικότερη συνείδηση ότι μια άλλη αστυνομία είναι δυνατή, αλλά και για να ενεργοποιηθούν οι κρίσιμες δημιουργικές δυνάμεις που υπάρχουν στο εσωτερικό των σωμάτων ασφαλείας. Σε αυτή τη πορεία αποφασιστικό ρόλο θα έχει και η γενικότερη κυβερνητική πράξη της αριστεράς. Άλλωστε, αφενός μεν οι δυσλειτουργίες της αστυνομίας αποτελούν υποπερίπτωση της συνολικότερης παθολογίας του κρατικού μηχανισμού και της σχέσης του κράτους με τους πολίτες, αφετέρου δε το αίσθημα ανασφάλειας για την εγκληματικότητα αντανακλά τη συνολικότερη ανασφάλεια της κοινωνίας για το μέλλον και την έλλειψη εμπιστοσύνης στην ικανότητα των θεσμών να εγγυηθούν την ευρυθμία της κοινωνικής ζωής. Οι αλλαγές στην αστυνομία είναι διακριτό αλλά αναπόσπαστο μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος.

Με βάση τις παραπάνω διευκρινίσεις, προέχουν στη σκέψη μου δύο στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους προγραμματικοί άξονες ως προτεραιότητες μιας κυβέρνησης της αριστεράς στο πεδίο της παραγωγής της ασφάλειας.

Πρώτα-πρώτα, επείγει να αντιστραφούν οι συνθήκες υπό τις οποίες σήμερα κοινωνικοποιείται το προσωπικό στο ρόλο και τη δουλειά της αστυνομίας. Δεν αρκούν οι αφηρημένες επικλήσεις της νομιμότητας, της ισονομίας και του κράτους δικαίου των οποίων άλλωστε η κατάχρηση επιτείνει τη δυσπιστία και την καχυποψία τόσο εντός όσο και εκτός της αστυνομίας. Αντίθετα, είναι η καθημερινή εμπειρία της επαφής με την αστυνομία, το προσωπικό της, τις αντιλήψεις και τον τρόπο δουλειάς του που καθορίζουν τις σχέσεις τόσο στο εσωτερικό του σώματος όσο και τις σχέσεις του τελευταίου με τους πολίτες. Επείγει να επενδύσουμε με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση σε μια νέα σχέση εμπιστοσύνης. Σήμερα, ιδίως το νέο αστυνομικό προσωπικό, το μέλλον της αστυνομίας, ξεκινάει την επαγγελματική του πορεία μέσα σε συνθήκες βίας, καχυποψίας, απομόνωσης και απαξίωσης από την ευρύτερη κοινωνία. Στο εσωτερικό του οργανισμού βιώνει  σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό διαρκές άγχος, απουσία επαγγελματικής κανονικότητας, έλλειψη σεβασμού στις ανάγκες της προσωπικής και οικογενειακής ζωής. 

Ιδίως μετά τις αλλαγές της προηγούμενης δεκαετίας στον τρόπο επιλογής του αστυνομικού προσωπικού, ο εξόφθαλμος και διευρυνόμενος εναγκαλισμός του μάχιμου αστυνομικού με φασιστικές και ρατσιστικές αντιλήψεις και οργανώσεις μόνο ως ένα έσχατο όριο ψυχολογικής άμυνας απέναντι στις ανωτέρω συνθήκες μπορεί να εξηγηθεί. Η κίνηση αυτή υπερβαίνει κατά πολύ την προσχώρηση σε συντηρητικές κοσμοαντιλήψεις που έτσι κι αλλιώς η κατεστημένη φιλοσοφία και οι μέθοδοι οργάνωσης και εργασίας της αστυνομίας προάγουν. Η σπατάλη ενέργειας, υλικών πόρων και ανθρώπινου δυναμικού, η οποία χαρακτηρίζει τόσο την εντεινόμενη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας όσο και τη μηχανοκίνητη ασφυκτική αστυνόμευση, η οποία πρόσφατα γοήτευσε την πολιτική —ίσως και τη φυσική—ηγεσία της αστυνομίας επιτείνουν τα παραπάνω άτοπα.

Η αποκατάσταση μιας ορθολογικής και ανθρώπινης λειτουργίας της αστυνομίας εξαρτάται αφενός μεν από την αποκατάσταση μιας κανονικότητας στη λειτουργία της υπηρεσίας σε σχέση με το προσωπικό της, με αιχμή αιτήματα για το οποία υπάρχουν πάγιες θέσεις των συνδικαλιστικών ενώσεων των αστυνομικών υπαλλήλων, αφετέρου δε από την ανοιχτή διατύπωση μιας διαφορετικής φιλοσοφίας στην ανάπτυξη της δραστηριότητας της αστυνομίας στην γενική κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης της καταστολής και της ενίσχυσης της συμμετοχής των πολιτών μέσω τοπικών και άλλων φορέων στην διαδικασία καθορισμού των προτεραιοτήτων της καθημερινής αστυνόμευσης. Η ταλαιπωρημένη στη χώρα μας ιδέα του ΄αστυνομικού της γειτονιάς΄ μπορεί πράγματι, με την κατάλληλη αποτίμηση της διεθνούς εμπειρίας της κοινοτικής αστυνόμευσης και των ελληνικών δεδομένων και συνθηκών, να αποτελέσει τον πυρήνα σε θεσμικό και πρακτικό επίπεδο της αναδιοργάνωσης της αστυνομίας, με βάση τη λογική πως κύτταρο της παραγωγής ασφάλειας είναι πρώτιστα μικρότερες γεωγραφικές (και συνήθως πολιτικές-αυτοδιοικητικές) ενότητες, οι οποίες συγκροτούνται στη βάση περισσότερο ή λιγότερο πυκνών αλλά πάντως διακριτών οικονομικών και κοινωνικών δικτύων. 

Η γνήσια αποκέντρωση και ενσωμάτωση του αστυνομικού έργου σε τέτοιες ενότητες θα αναβαθμίσει το ρόλο του αστυνομικού προσφέροντας ευκαιρίες για αξιοποίηση των προσόντων και τη βελτίωση ικανοτήτων του και θα καταστήσει τη δημόσια δύναμη προσιτή, ευέλικτη και ικανή να αποκριθεί άμεσα σε πραγματικά προβλήματα και ανάγκες με όρους διαφάνειας και ουσιαστικής λογοδοσίας. Με δεδομένη την γεωγραφική διασπορά των υπηρεσιών της αστυνομίας σήμερα, το κόστος ενός τέτοιου αναπροσανατολισμού είναι περισσότερο ψυχολογικό, αφού θα προέλθει περισσότερο από την αμφισβήτηση παγιωμένων νοοτροπιών και βεβαίως από την αναδιάταξη του προσωπικού από παρασιτικές τοποθετήσεις σε υπηρεσίες αστυνομικού έργου πρώτης γραμμής, και πολύ λιγότερο οικονομικό ή επιχειρησιακό. 

Δεύτερον, χρειάζεται μια δραστική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο η αστυνομία διαβάζει και επεξεργάζεται την κοινωνική πραγματικότητα, και ιδίως το τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται και αξιοποιεί το προϊόν της επεξεργασίας αυτής. Παρότι αυτό το στοιχείο έχει μια ιδιαίτερη σημασία για την επιχειρησιακή ικανότητα της αστυνομίας και συνδέεται με τα προαναφερθέντα, προέχει εδώ να τονιστεί ότι η ακώλυτη πρόσβαση στην πληροφόρηση όχι μόνο σχετικά με την κίνηση της εγκληματικότητας, αλλά και σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία των σωμάτων ασφαλείας είναι θεμελιώδες δικαίωμα όλων σε μια δημοκρατική πολιτεία. Κανένα απολύτως δημόσιο συμφέρον δεν εξυπηρετείται από τη μυστικοπάθεια που χαρακτηρίζει σήμερα την Ελληνική Αστυνομία, ιδίως σε μια εποχή που αφενός μεν ο φόβος του εγκλήματος υποδαυλίζεται από τα ΜΜΕ και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από συγκεκριμένα πολιτικά συμφέροντα, αφετέρου δε η αστυνομική αυθαιρεσία γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι μιας μίζερης καθημερινότητας. Οι υπάρχουσες δυσλειτουργίες σε σχέση με αυτό το ζήτημα έχουν περισσότερο να κάνουν με τη συγκρότηση του αστυνομικού μηχανισμού ως κέντρου εξουσίας με τον ιδιαίτερο ρόλο που σήμερα είναι προφανής σε κάθε καλόπιστο παρατηρητή, παρά με την έλλειψη σχετικών υποδομών και την αδυναμία να ξεπεραστούν οργανωτικά και πρακτικά προβλήματα. 

Χρειάζεται άμεσα να δημιουργηθεί μηχανισμός για την καταγραφή της συνολικής κίνησης της εγκληματικότητας και της δραστηριότητας της αστυνομίας με διαφανείς και επιστημονικά έγκυρες μεθόδους. Με την αξιοποίηση της υπάρχουσας υποδομής και εμπειρίας και τη συνεργασία μεταξύ αστυνομίας και της σχετικής επιστημονικής κοινότητας, ο μηχανισμός αυτός όχι μόνο θα μπορεί παρέχει άμεση και επίκαιρη πληροφόρηση σε κάθε ενδιαφερόμενο πολίτη και το ευρύτερο κοινό, αλλά θα υποστηρίζει  με τα απαραίτητα πλούσια δεδομένα τις διαδικασίες σχεδιασμού, εφαρμογής και αξιολόγησης της αντεγκληματικής πολιτικής σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Ένα επιπλέον όφελος από μια τέτοιου είδους αναβάθμιση το οποίο έχει σημασία να τονιστεί είναι η δυνατότητα ανάπτυξης μιας εθνικής οπτικής για τα ζητήματα της ‘σοβαρής’ και ΄οργανωμένης΄ εγκληματικότητας με βάση ελληνικά δεδομένα. Αυτά τα ζητήματα σήμερα προσεγγίζονται διεθνώς με βάση γενικεύσεις συγκεκριμένης προέλευσης και αμφίβολης επιστημονικότητας. 

Προφανώς τα παραπάνω εξαρτώνται στενά και από μια ευρύτερη στρατηγική την οποία μια κυβέρνηση της αριστεράς θα ακολουθήσει σε σχέση με τη φιλοσοφία  της αντεγκληματικής πολιτικής και τη λειτουργία μιας ολόκληρης σειράς μηχανισμών που θα την υλοποιούν. Η αναφορά με αριστερό πρόσημο στο ειδικό ζήτημα της αστυνομίας και της αστυνόμευσης έχει όμως το νόημα πως η αντίπαλη πλευρά στην πολιτική και προγραμματική μάχη που διεξάγεται σήμερα δεν μπορεί να θεωρεί προνομιακό της πεδίο καμία απολύτως πτυχή της κοινωνικής πραγματικότητας και κανένα απολύτως κομμάτι του κρατικού μηχανισμού. Υπάρχει και άλλος δρόμος.

Δημοσιεύτηκε στις 16 Ιουνίου 2012 στο Red Notebook


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σκέψεις; Σχόλια;