Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

" Και εγώ τι θέλετε να κάνω;"

Γράφοντας στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Otwin Marenin, από τους σημαντικούς της σύγχρονης αστυνομικής επιστήμης, επεσήμαινε πως το λάθος της κριτικής θεωρίας ήταν πως έβλεπε την αστυνομία μόνο σαν την πρώτη γραμμή της καταστολής, λίγο πολύ σαν τη σωματοφυλακή της άρχουσας τάξης και της οικονομικής ολιγαρχίας. Η αντίρρησή του ήταν πως δεν έχει κατασταλτικό χαρακτήρα το σύνολο της δραστηριότητας της αστυνομίας: αυτή επιτελεί μια ευρύτατη ποικιλία λειτουργιών και έτσι ικανοποιεί μια ευρύτατη ποικιλία κοινωνικών συμφερόντων και αναγκών. Τι σχέση έχουν οι κλήσεις της τροχαίας με την ταξική κυριαρχία, την ταξική καταπίεση και την ταξική εκμετάλλευση;

Πρώτα-πρώτα, λέει ο Marenin, τα συμφέροντα και οι ανάγκες που εξυπηρετεί η αστυνομία προκύπτουν μέσα από συγκεκριμένες ιστορικές διαδρομές και κοινωνικές συγκρούσεις, οι οποίες διαμορφώνουν και τα οργανωσιακά χαρακτηριστικά και την σύνθεση του προσωπικού της κάθε αστυνομίας· και, έπειτα, υπάρχει μια "γενική τάξη", η οποία αφορά τη δημόσια ειρήνη και ασφάλεια, τους στοιχειώδεις όρους μιας οργανωμένης διαβίωσης, χωρίς τους οποίους η κοινωνική ζωής θα ήταν αδύνατη. Αυτή η γενική τάξη, λέει ο Marenin, πρέπει να διακρίνεται από την "ειδική τάξη" της οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα, αυτά των ισχυρότερων. Άρα αφού η δουλειά της αστυνομίας περιλαμβάνει και λειτουργίες που εξυπηρετούν την γενική τάξη, εξυπηρετεί και τα συμφέροντα των αδυνάτων.

Θυμήθηκα τη "γενική τάξη" του Marenin προχθές, όταν ένας καλός φίλος μου έστειλε να διαβάσω μια πρόσφατη ιστορία από τη Θεσσαλονίκη, με πρωταγωνίστρια μια ποδηλάτισσα. Τη Θεσσαλονίκη την έχω χαρεί δυστυχώς μόνο ως επισκέπτης και πριν από αρκετά χρόνια. Θυμάμαι όμως και πόση εντύπωση μου είχαν κάνει τα διπλοπαρκαρισμένα και τριπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα στους δρόμους της—εικόνα χειρότερη κι από εκείνη των κεντρικών δρόμων της πόλης μου. Η ποδηλάτισσα, λοιπόν, παρόλη την καλή της πρόθεση και τη σύνεση να χρησιμοποιήσει τον ποδηλατόδρομο, συνάντησε ξαφνικά την ανοιχτή πόρτα του (παρκαρισμένου στον ποδηλατόδρομο) αυτοκινήτου μιας κυρίας και από τη σύγκρουση βρέθηκε πεσμένη στο οδόστρωμα. Η κυρία όμως ήταν βιαστική, φαίνεται, κι έτσι έκλεισε την πόρτα, κλείδωσε, κι έφυγε χωρίς κανένα ίχνος ενδιαφέροντος για τη σύγκρουση που είχε προκαλέσει, και φυσικά ούτε και για την κατάσταση της ποδηλάτισσάς μας.

Η ποδηλάτισσα αποφάσισε να δηλώσει το περιστατικό, ζητώντας να καταγραφεί το γεγονός και να πάρει η αστυνομία κάποια μέτρα για την κατάσταση που επικρατεί στο δρόμο εκείνο με τα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Η απάντηση όμως του αστυνομικού απο την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής δεν ήταν αυτή που περίμενε: "και τι θέλετε να κάνω εγώ; ... θα μπορούσατε αφού είδατε τα παρκαρισμένα αμάξια να κατέβετε από το ποδήλατο και να πάτε στο πεζοδρόμιο κυρία μου. Δεν μπορούμε εμείς καθημερινά να ασχολούμαστε και να ανεβαίνουμε μέχρι εκεί", ήταν η απάντησή του. Κι έτσι η ποδηλάτισσα αναρωτήθηκε "σε τι κράτος ζούμε. Ο πολίτης δεν σέβεται το κράτος του και το κράτος δεν κάνει τίποτα ώστε να προστατέψει τον πολίτη ... μήπως όλα ξεκινάνε από την παιδεία που δεν μας έδωσαν στο σπίτι, στο σχολείο, στην κοινωνία;"

Τη φρασούλα πως "όλα είναι θέμα παιδείας" την έχουν μηρυκάσει γενεές γενεών, και εγώ, αφού ήταν το πασπαρτού για μια καλή έκθεση ιδεών, και προκαλούσε πάντα μια κάποια ικανοποίηση στους δασκάλους μας. Τώρα πια, όσο περισσότερο ακούω αυτή τη φρασούλα, τόσο περισσότερο σκέφτομαι ότι αυτή είναι ένα πολύ πετυχημένο σλόγκαν, ένας αυτοματισμός, ο οποίος περισσότερο συγκαλύπτει κάτι κάτω από τη λογική του “όλα φταίνε/όλοι φταίμε", παρά αποτελεί μια διαπίστωση ουσίας. Αυτό που συγκαλύπτει, νομίζω, είναι ακριβώς ότι αυτή η γενική τάξη που, όπως λέει ο Marenin, αναφέρεται στους στοιχειώδεις όρους μιας συλλογικής ύπαρξης αποδεκτής απο όλους, στους στοιχειώδεις όρους μιας καλής κοινωνίας, χρωματίζεται ανεξίτηλα από την "ειδική τάξη" που επιβάλλουν συγκεκριμένα συμφέροντα. Είναι αυτή η "ειδική τάξη" που κάνει εξαιρέσεις την "παιδεία", την γνήσια ευγένεια, το ειλικρινές ενδιαφέρον, το σεβασμό και την ανιδιοτελή προσφορά στον άλλο. Για να το πω αλλιώς: οι περισσότεροι θα συμφωνήσουμε ότι επρόκειτο για αναμφίβολη περίπτωση γαϊδουριάς, αλλά εξεπλάγη κανείς πραγματικά από τη συμπεριφορά της κυρίας;



Εκ των υστέρων, ο καθένας μπορεί να σκεφτεί πως τουλάχιστον μια συγνώμη, έστω μια νύξη ενδιαφέροντος εκ μέρους της θα ήταν επιβεβλημένη. Τι διαφορά θα έκαναν όμως αυτά από τη στιγμή που αυτή αποφάσισε να παρκάρει παράνομα πάνω στον ποδηλατόδρομο, δηλαδή να δώσει αποκλειστική προτεραιότητα στο δικό της άμεσο πρόβλημα, αυτό που αντιμετώπιζε εκείνη τη στιγμή: κάπου να παρκάρει, κι ας χαθεί ο κόσμος. Αυτό είναι ακριβώς το ζήτημα: η δυσκολία του να δεί κανείς πέρα από τα δικά του άμεσα, πολύ πραγματικά προβλήματα, τα οποία γεννά η "ειδική τάξη" της καθημερινής πραγματικότητας. Σε αυτή την πραγματικότητα ευημερούν οι λίγοι. Οι πολλοί, εγκλωβισμένοι στον κρανίου τόπο του μεταπολεμικού ελληνικού αστικού τοπίου (προϊόν κι αυτό μιας "ειδικής τάξης" απο την οποία θησαύρισαν λίγοι), αναλώνονται σε ένα ατελείωτο εμφύλιο πόλεμο που διεξάγεται με βάση τους απαράβατους κανόνες της νεοελληνικής μικροαστικής επιβίωσης, το "ο σώζων εαυτόν σωθήτω", το "πατάω επι πτωμάτων", το "γιατί αυτός κι όχι εγώ", την "πάρτη μου" και τη "δουλίτσα μου".

Αυτή η "ειδική τάξη" αφορά και τον αστυνομικό μας, όχι μόνο επειδή υποτίθεται πως η δουλειά του είναι να την υπερασπιστεί, αλλά γιατί και ο ίδιος βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα σε αυτή: σε ένα οργανισμό στον οποίο ισχύουν οι ίδιοι κανόνες επιβίωσης και οποίος δεν προάγει την καθαρότητα της σκέψης και το θάρρος να ρωτήσει κάποιος τι είδους προτεραιότητες στη δουλειά της αστυνομίας μπορούν να εξυπηρετήσουν την πολυπόθητη "γενική τάξη". Το βάρος της "ειδικής τάξης" είναι τέτοιο, ώστε ακόμη και η μεγάλη μεταβολή της κοινωνικής σύνθεσης της αστυνομίας στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια δεν έχει κατορθώσει να αλλάξει τη γνωστή, "παραδοσιακή" λειτουργία και την εικόνα της, καθώς τα μοτίβα της επαφής της με τους πολίτες. Γι'αυτό και οι εντάσεις που ζούμε συνήθως εκθέτουν την αστυνομία ως τη σωματοφυλακή συγκεκριμένων συμφερόντων, της "ειδικής τάξης".

Αλλά είναι αυτή μια αναπόφευκτη πραγματικότητα; "Και εγώ τι θέλετε να κάνω;": η ποδηλάτισσά μας, νεαρή φοιτήτρια ακόμη, προφανώς εξέλαβε την απάντηση του αστυνομικού ως δείγμα αδιαφορίας. Πιθανό να ήταν. Πόσο διαφορετικά όμως θα ήταν τα πράγματα εάν, έστω για μια στιγμή, έστω σαν μια υπόθεση εργασίας, αντιλαμβανόμασταν την απάντησή του σαν τη διαπίστωση ενός γνήσιου αδιεξόδου, μιας πραγματικής αδυναμίας;



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σκέψεις; Σχόλια;