Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

"Κάτι σαν το στρατό"

Πολύ συχνά σε δημόσιες, επίσημες και ανεπίσημες συζητήσεις ή δηλώσεις συναντά κανείς την επίκληση στη στρατιωτική φύση της οργάνωσης και της ιεραρχίας της αστυνομίας. Μάλιστα ανάλογα με την περίσταση και τη θέση του σχολιαστή, αυτή η επίκληση είναι είτε μέσο επίθεσης, για να δικαιολογηθούν κάποιες καταστάσεις και συμπεριφορές, είτε μέσο άμυνας, ως εξήγηση για την αδυναμία να αλλάξουν καταστάσεις και αντιλήψεις στην αστυνομία. Αυτή η προσέγγιση αναπόφευκτα χρωματίζει κάθε λόγο περί αστυνομίας, έστω και καλών προθέσεων, όπως για παράδειγμα η έκφραση την οποία συνάντησα πρόσφατα, πως ο αστυνομικός είναι «στρατιώτης του καθήκοντος». Αυτά είναι προφανώς μια πραγματικότητα στο εσωτερικό της αστυνομίας, η οποία επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο οι αστυνομικοί βιώνουν και αντιλαμβάνονται την υπηρεσιακή τους θέση και την κοινωνική τους αποστολή.

Η πραγματικότητα αυτή έχει όμως ρίζες και στον τρόπο με τον οποίο η υπόλοιπη κοινωνία, εμείς «οι απέξω» δηλαδή, αντιλαμβανόμαστε το ρόλο της αστυνομίας, ιδίως στον υποκριτικό πολλές φορές τρόπο, με τον οποίο αποφεύγουμε ή αρνούμαστε να ανοίξουμε μια συζήτηση, ως πολίτες, για τη θέση και την αποστολή της αστυνομίας. Υπάρχει ασφαλώς μια μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας, οι οποίοι, επιθυμώντας να «αισθάνονται ασφαλείς» είναι αυτοί που ενθουσιάζονται με την ιδέα της αστυνομίας ως πολεμικής μηχανής και είναι οι ίδιοι που, με τη γενναιόδωρη βοήθεια των ΜΜΕ, συνήθως αγανακτούν με τις «αποτυχίες» της αστυνομίας. Όσοι πάλι θέλουν να σκέφτονται για αυτά  τα θέματα, διαπιστώνουν αργά ή γρήγορα πως υπάρχουν οι παγιωμένες πολιτικές στάσεις που καταπνίγουν την όποια συζήτηση: μια δεξιά, η οποία θεωρεί την αστυνομία σύμμαχο ή και ιδιοκτησία της, ανάλογα με την περίσταση, και κατά κανόνα υπερθεματίζει στη συντήρηση της παραδοσιακής κατάστασης· και μια αριστερή, η οποία εκφράζει συγκεκριμένες ευαισθησίες και αναδεικνύει υπαρκτά προβλήματα στην οργάνωση και τη δράση της αστυνομίας, αλλά συμπεριφέρεται συνήθως αμήχανα όταν η συζήτηση έρχεται στο δια ταύτα της μεταρρύθμισης στην αστυνομία.

Έτσι, αυτό που κατ’ αποτέλεσμα επικυρώνουν και οι δύο στάσεις είναι η ιδέα πως η αστυνομία είναι «κάτι σαν το στρατό». Ένας υπουργός πρόσφατης συντηρητικής κυβέρνησης είχε ούτε λίγο ούτε πολύ χαρακτηρίσει τους αστυνομικούς «πραιτωριανούς». Αλλά ακόμη και κατά τη συζήτηση του αρχικού νόμου για την Ελληνική Αστυνομία, ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης μιλούσε για  αστυνομικές επιχειρήσεις παρόμοιες με εκείνες που διεξάγει ο στρατός εναντίον του εχθρού. Το κρυφτούλι των λέξεων που θέλει την αστυνομία να είναι και να μην είναι «κάτι σαν το στρατό», αποτυπώνεται ακόμη και στη νομοθεσία (η οποία προήλθε από προοδευτικές κυβερνήσεις)—η αστυνομία αποτελεί κατά το νόμο «ιδιαίτερο ένοπλο Σώμα Ασφάλειας». Πέρα όμως από την κατάστρωση της «ιδιαίτερης» υπηρεσιακής κατάστασης των αστυνομικών, τι σημαίνει αυτό επί της ουσίας για την κοινωνική αποστολή της αστυνομίας;

Ιστορικά, η στρατιωτική συγκρότηση της αστυνομίας οφείλεται στην καταγωγή της από στρατιωτικά σώματα. Τέτοια ήταν στη χώρα μας η Χωροφυλακή, η οποία ήταν το κύριο και μεγαλύτερο αστυνομικό σώμα κατά το μεγαλύτερο διάστημα από τη σύσταση του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες που διατηρούν τις χωροφυλακές τους (Gendarmeries), αλλά και στην Ελλάδα πολλές φορές είναι συνηθισμένη η επίκληση του στρατιωτικού παρελθόντος και των διαπιστευτηρίων των σωμάτων αυτών, γιατί η συμβολή τους στην εδαφική διαμόρφωση και την εμπέδωση της κυριαρχίας των κρατών αυτών θεωρείται πολύ σημαντική ιστορικά. Εντούτοις οι ανεπάρκειες του μοντέλου της χωροφυλακής ως σύγχρονης αστυνομίας έγιναν φανερές από πολύ νωρίς, στη χώρα μας από τη δεκαετία του 1910 ακόμη. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο αγγλικός τύπος της σύγχρονης επαγγελματικής αστυνομίας, που θεωρείται συνήθως σημείο αναφοράς διεθνώς, είχε προκύψει ακριβώς από την απόρριψη ενός μοντέλου χωροφυλακής (το οποίο όμως διατηρήθηκε στην Ιρλανδία, γιατί εκεί ήταν περισσότερο δύναμη κατοχής παρά αστυνομία).

Την αίγλη του στρατού όμως ζήλεψαν και οι αρχιτέκτονες της σύγχρονης αστυνομίας σε άλλες χώρες που δεν είχαν παράδοση χωροφυλακής. Έτσι στις ΗΠΑ, οι αστυνομικές ηγεσίες των αρχών του 20ου αιώνα ταύτισαν τον αστυνομικό επαγγελματισμό με τη στρατιωτική οργάνωση και πειθαρχία, γιατί αυτό θεώρησαν ότι έλυνε μια σειρά από σοβαρά προβλήματα σκοπού, οργάνωσης, λειτουργίας και ελέγχου της αστυνομίας που αντιμετώπιζαν τότε. Έτσι έγινε και για πρώτη φορά λόγος για τον «πόλεμο κατά του εγκλήματος». Αυτό το μοντέλο ακολουθήθηκε με θρησκευτική προσήλωση για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα. Η αναφορά αυτή έχει σημασία λόγω των εκτεταμένων προγραμμάτων εκπαίδευσης και εξοπλισμού της αστυνομίας άλλων χωρών που διοργάνωσαν οι ΗΠΑ μεταπολεμικά, αλλά και της επιρροής που άσκησαν και ασκούν στη διαμόρφωση του διεθνούς πλαισίου σε σχέση με το περιεχόμενο της αντεγκληματικής πολιτικής (στη χώρα μας, ως συνήθως, δεν ξέρουμε και πάρα πολλά για την έκταση και το βάθος αυτής της επιρροής). Έτσι αυτό το μοντέλο διαδόθηκε διεθνώς, και βεβαίως έχει και όψεις, οι οποίες εξυπηρετούν άριστα τα οικονομικά συμφέροντα της αμερικανικής και πολυεθνικής βιομηχανίας στρατιωτικού—άρα και αστυνομικού—εξοπλισμού.



Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Ασφαλώς υπάρχει μια ισχυρότατη δύναμη αδράνειας, η οποία συντηρεί στρατιωτικού τύπου νοοτροπίες και πραγματικότητες στο εσωτερικό της αστυνομίας. Υπάρχουν ισχυρότατα συμφέροντα, οικονομικά και πολιτικά, διεθνή και εγχώρια, τα οποία εξυπηρετούνται μια χαρούλα από τη συντήρηση αυτών των νοοτροπιών και των πραγματικοτήτων στην αστυνομία. Υπάρχουν επίσης και ισχυρές αντικειμενικές πιέσεις που συντείνουν στη διατήρηση αυτής της κατάστασης—άραγε η όξυνση του θέματος των προσφυγικών ροών δεν αποτελεί μοχλό για μια οπισθοδρόμηση της αστυνομίας σε ρόλο χωροφυλακής (με την κυριολεκτική σημασία μιας στρατιωτικής δύναμης επιτήρησης και ελέγχου των ροών αυτών); Η σύμφυρση αστυνομίας και στρατού που βλέπουμε αυτές τις μέρες δεν είναι μια προσωρινή πρακτική απάντηση σε μια επείγουσα ανάγκη, αλλά μέρος αυτής της οπισθοδρόμησης. Είναι επίσης και τεράστιο εμπόδιο, όχι μόνο στο να σκεφτούμε στα σοβαρά πολιτικές λύσεις για τα κοινωνικά προβλήματα, αλλά και στο να σκεφτούμε ουσιαστικά για την αποστολή και τις μεθόδους της αστυνομίας.

Η επίκληση της στρατιωτικής οργάνωσης και πειθαρχίας στην αστυνομία δεν πρέπει να γίνεται ελαφρά τη καρδία, από κανέναν, κι ούτε κανένας θα πρέπει να προσβλέπει και επενδύει σε αυτά τα χαρακτηριστικά. Να το πω αλλιώς: αποτελεί πραγματικά η επίκληση των στρατιωτικών αρετών μέρος του αστυνομικού επαγγελματισμού; Με άλλα λόγια, είναι ή θα μπορούσε ποτέ να είναι η δουλειά του αστυνομικού ίδια με τη δουλειά του στρατιωτικού; Υπάρχει σήμερα κανένας αστυνομικός που όταν έκανε την επαγγελματική αυτή επιλογή διάλεξε μια σταδιοδρομία στο στρατό; Μήπως οι συνθήκες που αντιμετωπίζει καθημερινά ο μέσος αστυνομικός γίνονται χειρότερες με την επίκληση και την εφαρμογή του στρατιωτικού μοντέλου; Είναι άραγε η αίσθηση του καθήκοντος που επιδεικνύει ο μέσος αστυνομικός καθημερινά προϊόν της στρατιωτικής φύσης και πειθαρχίας του οργανισμού; Ή μήπως βασίζεται σε άλλες ποιότητες και προκλήσεις της αστυνομικής εργασίας, αυτές δηλαδή τις οποίες πρέπει να καταλάβουμε και στις οποίες πρέπει να επενδύσουμε, αν θέλουμε μια καλύτερη αστυνομία;

http://zitimataxis.blogspot.co.uk

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Γυναίκες στην αστυνομία

Εν μέσω του πυρετού των κρίσεων στην Ελληνική Αστυνομία, στην κορυφή του ενδιαφέροντος βρέθηκε η προαγωγή της κυρίας Ζαχαρούλας Τσιριγώτη στο βαθμό της αντιστρατήγου της αστυνομίας. H είσοδος μιας γυναίκας στον μικρό κύκλο των πέντε ανωτάτων αξιωματικών που αποτελούν την ηγεσία της αστυνομίας της χώρας μας πρέπει αναμφίβολα να χαιρετιστεί ως μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή. Όχι μόνο γιατί αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά, αλλά γιατί δίνει και μια ευκαιρία για την αποτίμηση μιας πορείας αλλαγής στη σύνθεση του προσωπικού της αστυνομίας, η οποία μετράει μόλις 33 χρόνια. Είχε πάρει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 για να αναγνωρισθεί το δικαίωμα των γυναικών στην αναζήτηση μιας επαγγελματικής σταδιοδρομίας στην αστυνομία, ενώ οι σχετικοί ποσοτικοί περιορισμοί (10%) στην κατάταξη γυναικών καταργήθηκαν μόλις στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.

Από τις πληροφορίες που διαθέτει στους πολίτες η Ελληνική Αστυνομία μαθαίνουμε ότι, σήμερα, λίγο κάτω από το 15% του προσωπικού της είναι γυναίκες. Το στοιχείο αυτό περιλαμβάνει και το αστυνομικό προσωπικό ειδικών καθηκόντων, δηλαδή στελέχη, τα οποία εντάσσονται μεν στην ιεραρχία των βαθμών της αστυνομίας, αλλά δεν προέρχονται από τις σχολές της αστυνομίας. Αυτά τα στελέχη προσλαμβάνονται βάσει προσόντων τα οποία απέκτησαν με σπουδές σε συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα. Παρά τις σχετικές διαβεβαιώσεις, δεν είμαστε σε θέση να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για το εάν σήμερα οι γυναίκες μπορούν να σταδιοδρομήσουν στην αστυνομία με όρους ισότιμους των ανδρών—τα κρίσιμα (αρχικά μόνο!) στοιχεία είναι, πρώτο, η σύνθεση κατά το φύλο των εισαγόμενων και των αποφοίτων στις σχολές της αστυνομίας και, δεύτερο, η εξέλιξη των ποσοτικών αναλογιών ανδρών και γυναικών στους βαθμούς της ιεραρχίας της αστυνομίας.



Κατά πόσο η προαγωγή της κυρίας Τσιριγώτη συμβολίζει το εύρος της αλλαγής στο ζήτημα των ίσων ευκαιριών για τα δύο φύλα στο εσωτερικό της αστυνομίας είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Νομίζω πως λέει περισσότερα πράγματα για την προσωπική ικανότητα και αξιοσύνη της ίδιας. Εξηγώ, παίζοντας λίγο ακόμη το παιχνίδι των αριθμών για να μπορέσω να κάνω μια αποτίμηση της κατανομής των φύλων στο σύνολο του προσωπικού, και στους ανώτατους βαθμούς ειδικότερα. Διαβάζοντας τα σχετικά δημοσιεύματα, διαπιστώνω ότι μεταξύ των 11 διατηρητέων υποστρατήγων συμπεριλαμβάνεται μία μόνο γυναίκα (άρα κάτω από 10%, και η υποστράτηγος είναι ειδικών καθηκόντων), ενώ άλλη μία γυναίκα περιλαμβάνεται στους επτά ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία υποστρατήγους γενικών καθηκόντων. Άρα λοιπόν, παρά το ότι η κυρία Τσιριγώτη αποτελεί το ένα πέμπτο του συνολικού αριθμού των αντιστρατήγων, και χωρίς να έχω δει πληροφορίες για την κατάσταση στο βαθμό του ταξιάρχου, μπορώ να συμπεράνω πως υπάρχει συνολικά υποεκπροσώπηση των γυναικών στους ανώτατους βαθμούς.

Για να κάνουμε μια σύγκριση, στην Αγγλία, όπου τα αναλυτικά στοιχεία για τη δημογραφική και υπηρεσιακή σύνθεση του προσωπικού της αστυνομίας είναι άμεσα διαθέσιμα, το ποσοστό των υπηρετούντων γυναικών είναι λίγο πάνω από 28% συνολικά, ενώ σε κάποιες αστυνομίες αγγίζει και το 35%. Στις τάξεις των ανωτάτων αξιωματικών είναι συνολικά λίγο κάτω από το 20% (39 στους 201). Αυτά ισχύουν σε μία χώρα, στην οποία το ζήτημα των ίσων ευκαιριών για τα δύο φύλα, και στην αστυνομία, αποτελεί πολύ σημαντικό πολιτικό ζήτημα, και στην οποία η οργάνωση και η εκπροσώπηση των γυναικών ως εργαζομένων στην αστυνομία είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη.

Τι μας λέει αυτή η πρόχειρη αποτίμηση; Το πρώτο είναι ότι προφανώς έχουμε ακόμη μεγάλη απόσταση να διανύσουμε σε ό,τι αφορά στο θέμα της εκπροσώπησης των γυναικών στο σύνολο του προσωπικού της αστυνομίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε άλλες χώρες υπάρχει μια ιδανική κατάσταση—και αλλού η συμμετοχή των γυναικών υπολείπεται σημαντικά από τη αναλογία ανδρών και γυναικών στο γενικό πληθυσμό. Το δεύτερο είναι ότι και εδώ και αλλού υπάρχει μια απόκλιση μεταξύ της αναλογίας ανδρών και γυναικών που υπηρετούν στην αστυνομία συνολικά και της αναλογίας ανδρών και γυναικών που εξελίσσονται στις ανώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας: οι ανώτατοι βαθμοί παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανδρική υπόθεση. Στην Ελλάδα βέβαια, για να το πω κάπως προκλητικά, αν το φύλο ήταν το σημαντικότερο εμπόδιο στην εξέλιξη των γυναικών στις ανώτατες βαθμίδες της ιεραρχίας, θα μιλούσαμε ήδη για μια άλλη αστυνομία.

Αλλά ας μείνουμε στο θέμα: λέγεται πολλές φορές ότι οι προκαταλήψεις και ο σεξισμός που δημιουργεί η κουλτούρα της αστυνομίας είναι τα εμπόδια στη σταδιοδρομία των γυναικών. Σύμφωνα με τη χειρότερη εκδοχή αυτών των προκαταλήψεων, επειδή η δουλειά του αστυνομικού έχει αυτά ή τα άλλα χαρακτηριστικά και απαιτήσεις, είναι δουλειά για άνδρες. Αυτό προφανώς δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο, ο οποίος μόνο διαιωνίζει την επίμονη πραγματικότητα της γενικής δυσαναλογίας ανδρών και γυναικών στην αστυνομία. Αν εννοούμε τη δουλειά της αστυνομίας ως δουλειά για άνδρες, τότε κάθε λεπτομέρειά της, όχι μόνο ο καταμερισμός της εργασίας, αλλά και η οργάνωσή της, η ίδια η υλική της υπόσταση θα είναι δουλειά για άνδρες. Και τα εμπόδια για τις γυναίκες θα βρίσκονται όχι μόνο στα θεμέλια της αστυνομικής εργασίας, αλλά και στις λεπτομέρειες που συνθέτουν την καθημερινότητα της αστυνομικής εργασίας: όχι μόνο στην κατάστρωση των καθηκόντων και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης αλλά ακόμη και στη διαμόρφωση της στολής ή τον τύπο και τα χαρακτηριστικά του εξοπλισμού κτλ.

Αν αυτά είναι έτσι, η γνώμη μου είναι πως το σωστό ερώτημα είναι το εξής: πως πρέπει ως κοινωνία να αντιληφθούμε και να διαμορφώσουμε την δουλειά της αστυνομίας, εάν θέλουμε άνδρες και γυναίκες να έχουν ίσες ευκαιρίες για επαγγελματική σταδιοδρομία στην αστυνομία;

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Κρίσεις

Παρακολουθώ το τελευταίο διάστημα με ενδιαφέρον τις ειδήσεις και τα σχόλια που δημοσιεύονται σε διάφορες ιστοσελίδες ειδικού—αστυνομικού—ενδιαφέροντος σχετικά με τις κρίσεις στην αστυνομία, τη διαδικασία δηλαδή της αξιολόγησης του προσωπικού της αστυνομίας. Το θέμα, στο οποίο επικεντρώνεται το ενδιαφέρον, είναι βέβαια η νέα ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας, όχι μόνο γιατί είναι η αφετηρία της υπόλοιπης διαδικασίας, αλλά και γιατί, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, οι επιλογές αυτές έχουν πρακτική, συμβολική και πολιτική σημασία για το σύνολο της αστυνομίας.

Αυτές οι ειδικού ενδιαφέροντος ιστοσελίδες είναι η μόνη σχετική πηγή τακτικής πληροφόρησης—με εξαίρεση, αν δεν μου έχει διαφύγει κάτι, ένα πρόσφατο σχετικό δημοσίευμα, αναπόφευκτα, του Βήματος. Η γενική εντύπωση που αποκομίζει κανείς από τα όσα γράφονται και λέγονται είναι πως αυτή η διαδικασία αντιμετωπίζεται από όλους σα μια "αυστηρά οικογενειακή υπόθεση" της αστυνομίας, και, σε ό,τι αφορά στην επιλογή της ηγεσίας, σα μια υπόθεση που αφορά της σχέσεις της αστυνομίας και της κυβέρνησης.

Την περασμένη εβδομάδα έτυχε να κάνω αυτή τη διαδικτυακή περιήγηση στο γραφείο μου. Κάποια στιγμή που θέλησα να ξεκουράσω τα μάτια μου, το βλέμμα μου έτυχε να πέσει πάνω στο βιβλίο του πρώην αρχηγού της μητροπολιτικής αστυνομίας του Λονδίνου, του (Sir, πλέον) Ian Blair. Με εξώφυλλο τη φωτογραφία του Sir Ian, το βιβλίο έχει τον τίτλο Policing Controversy, ο οποίος στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί με διάφορους τρόπους, κάτι σε "αστυνομεύοντας την αντιπαράθεση" ή "αστυνομεύοντας την αμφιβήτηση".

Ο τίτλος είναι πετυχημένος, γιατί ο Sir Ian αμφισβητήθηκε για τη στάση του σε σχέση με τη διεξαγωγή των αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων και το θάνατο από πυρά αστυνομικών του άτυχου Charles de Menezes το καλοκαίρι του 2005, αλλά και για άλλες ενέργειες της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της θητείας του. Είχε επίσης παίξει ρόλο και σε οργανωτικές επιλογές ήδη από την εποχή που ήταν υπαρχηγός της Met. Για παράδειγμα, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο Sir Ian  είχε υποστηρίξει το σύστημα του προσωπικού "πολλών ταχυτήτων" με την εισαγωγή των "αστυνομικών κοινοτικής υποστήριξης", μια χαμηλού κόστους "λύση" για την ενίσχυση της παρουσίας της αστυνομίας στο δρόμο και τις γειτονιές.

Το βιβλίο του, λοιπόν, μισό βιογραφία-μισό ιστορία, έχει ενδιαφέρον, γιατί ο Blair γράφει για όλα αυτά εξηγώντας από τη δική του σκοπιά τα γεγονότα και βεβαίως και τη στάση του. Βέβαια, ο αναγνώστης δεν θα πρέπει να αυταπατάται. Ο κορυφαίος αυτός παράγοντας της αγγλικής αστυνομίας μιλάει με τη φωνή και τη συνείδηση του συστήματος, και άρα οι "αλήθειες" που λέει έχουν συγκεκριμένα όρια. Δεν παύει όμως το βιβλίο να αποτελεί την προσωπική μαρτυρία ενός ανθρώπου, ο οποίος βρέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και συμμετείχε σε αυτή ισότιμα, ως σημαντικός δημόσιος παράγοντας.

Στην Αγγλία, και αλλού, τέτοιες βιογραφίες-απομνημονεύματα αστυνομικών υπάρχουν πάμπολλα, αλλά όχι μόνο τέτοια. Τη δεκαετία του 1970, ο John Alderson, ο οποίος είχε διατελέσει αρχηγός περιφερειακής αστυνομίας και υπαρχηγός της μητροπολιτικής αστυνομίας του Λονδίνου, είχε γράψει το Policing Freedom, ένα βιβλίο "για τα διλήμματα της αστυνόμευσης στις δυτικές δημοκρατίες", στο οποίο μεταξύ άλλων είχε αναπτύξει τις ιδέες του για τις σχέσεις αστυνομίας και κοινότητας. Η παρέμβασή του είχε μεγάλη επιρροή στις τότε συζητήσεις για το χαρακτήρα και το μέλλον της αστυνόμευσης, και στο συστημικό αλλά και στο κριτικό στρατόπεδο.

Ξαναφέρνοντας τη ματιά μου στην οθόνη του υπολογιστή μετά από αυτή τη σύντομη περιπλάνηση στα ράφια της βιβλιοθήκης μου, συνειδητοποίησα τι ακριβώς μου φαινόταν ενοχλητικό στη σειρά των ειδήσεων και των σχολίων για τις κρίσεις στην ελληνική αστυνομία. Στην πραγματικότητα, οι κρίσεις, και οι κρίσεις, δεν είναι παρά άλλη μία ένδειξη της κρίσης που υφέρπει στην ελληνική αστυνομική πραγματικότητα και τη σχέση της αστυνομίας με την κοινωνία, αλλά και την πολιτική. Σκέφτηκα πως τα πρόσωπα, τα οποία καταλαμβάνουν τις κορυφαίες θέσεις στον οργανισμό της Ελληνικής Αστυνομίας, ίσως και με κριτήρια τα οποία μπορεί να μην έχουν και πολύ στενή σχέση με την αξία και τα προσόντα τους τεχνικά μιλώντας, δεν αποτελούν δυστυχώς δημόσια πρόσωπα, δεν είναι ισότιμοι και ενεργοί συμμέτοχοι στην δημόσια ζωή του τόπου, παρά το γεγονός ότι η θέση και η αποστολή τους είναι αποφασιστικής σημασίας για τη δημόσια ζωή του τόπου.

Πόσα βιβλία σαν του Blair, πόσο μάλλον σαν του Anderson, έχουν εκδοθεί στη χώρα μας; Πόσες φορές έχουμε ακούσει την ηγεσία της αστυνομίας να παρεμβαίνει αυτοτελώς στη δημόσια συζήτηση για τα θέματα της ασφάλειας, του εγκλήματος, της δημόσιας τάξης; Αυτά είναι ζητήματα τα οποία απασχολούν τους πολίτες, αλλά ποιός είναι ο δημόσιος λόγος, ποιό είναι το δημόσιο πρόσωπο της αστυνομίας; Σε ποιο βαθμό η ηγεσία της αστυνομίας, και στις κεντρικές αλλά και στις περιφερειακές υπηρεσίες, αποτελεί σημείο αναφοράς πέρα από ένα στενό κύκλο ιθυνόντων, παραγόντων, αξιωματούχων; Είναι άλλης τάξης ζήτημα το εάν ο λόγος που θα εκφέρει η αστυνομία θα είναι συντηρητικός ή ενδεχομένως και πολιτικά χρωματισμένος. Εάν όμως έτσι κι αλλιώς η δραστηριότητα της αστυνομίας έχει ένα πολιτικό αποτέλεσμα, δεν θα ήταν προτιμότερο αυτό να γίνεται με χαρτιά ανοιχτά προς το πολιτικό σώμα που τελικά παίρνει τις αποφάσεις: το λαό;

Ας το δούμε κι αλλιώς: ασφαλώς στο εσωτερικό της αστυνομίας, ένας αξιωματικός μπορεί να καταξιωθεί και να χαίρει της εκτίμησης και της αγάπης του προσωπικού. Είναι όμως σωστό η επιλογή της ηγεσίας της αστυνομίας να αποτελεί ένα τεχνικό ή πολιτικό (ή, χειρότερα, μικροπολιτικό) ζήτημα; Δεν είναι αυτός ένας φαύλος κύκλος, ο οποιος διαιωνίζει την εσωστρέφεια και τον απομονωντισμό της αστυνομίας, αλλά και ο οποίος πολλές φορές έχει τη συνέπεια να αντιμετωπίζονται οι κορυφαίοι αστυνομικοί ως αποδιοπομπαίοι τράγοι κάθε φορά που κάτι "πάει στραβά" στα αστυνομικα πράγματα;

Η γνώμη μου λοιπόν είναι πως χρειαζόμαστε ένα σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης, αξιολόγησης και εξέλιξης, το οποίο ακριβώς θα ενθαρρύνει την αστυνομία και τα στελέχη της να διαμορφώνουν ένα δημόσιο προφίλ, ενεργή παρουσία και ανοιχτή συνομιλία με την κοινωνία, ξεκινώντας από την τοπική κοινωνία.

Είχε γράψει παλαιότερα ο Albert Reiss, από τους κορυφαίους της σύγχρονης αστυνομική επιστήμης, και ένας από τους αγαπημένους μου, πως, εντάξει, ιστορικά η αστυνομία είναι στην υπηρεσία του κράτους και του κατεστημένου, αλλά σε μια εποχή κοινωνικής αλλαγής και ρευστότητας, δεν θα πρέπει οι αστυνομικοί να είναι και οι ίδιοι παράγοντες της κοινωνικής αλλαγής; Να λοιπόν ένας στόχος για ουσιαστική αλλαγή. Μπορεί να υπάρξει μια μεταρρύθμιση με στόχο, σε κάποιο όχι τόσο μακρινό μέλλον, η ηγεσία της αστυνομίας να αποτελεί όχι μόνο ηγεσία της αστυνομίας, αλλά και της κοινωνίας, με εμφανή και ενεργή παρουσία και συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτική ζωή; 

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

" Και εγώ τι θέλετε να κάνω;"

Γράφοντας στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Otwin Marenin, από τους σημαντικούς της σύγχρονης αστυνομικής επιστήμης, επεσήμαινε πως το λάθος της κριτικής θεωρίας ήταν πως έβλεπε την αστυνομία μόνο σαν την πρώτη γραμμή της καταστολής, λίγο πολύ σαν τη σωματοφυλακή της άρχουσας τάξης και της οικονομικής ολιγαρχίας. Η αντίρρησή του ήταν πως δεν έχει κατασταλτικό χαρακτήρα το σύνολο της δραστηριότητας της αστυνομίας: αυτή επιτελεί μια ευρύτατη ποικιλία λειτουργιών και έτσι ικανοποιεί μια ευρύτατη ποικιλία κοινωνικών συμφερόντων και αναγκών. Τι σχέση έχουν οι κλήσεις της τροχαίας με την ταξική κυριαρχία, την ταξική καταπίεση και την ταξική εκμετάλλευση;

Πρώτα-πρώτα, λέει ο Marenin, τα συμφέροντα και οι ανάγκες που εξυπηρετεί η αστυνομία προκύπτουν μέσα από συγκεκριμένες ιστορικές διαδρομές και κοινωνικές συγκρούσεις, οι οποίες διαμορφώνουν και τα οργανωσιακά χαρακτηριστικά και την σύνθεση του προσωπικού της κάθε αστυνομίας· και, έπειτα, υπάρχει μια "γενική τάξη", η οποία αφορά τη δημόσια ειρήνη και ασφάλεια, τους στοιχειώδεις όρους μιας οργανωμένης διαβίωσης, χωρίς τους οποίους η κοινωνική ζωής θα ήταν αδύνατη. Αυτή η γενική τάξη, λέει ο Marenin, πρέπει να διακρίνεται από την "ειδική τάξη" της οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα, αυτά των ισχυρότερων. Άρα αφού η δουλειά της αστυνομίας περιλαμβάνει και λειτουργίες που εξυπηρετούν την γενική τάξη, εξυπηρετεί και τα συμφέροντα των αδυνάτων.

Θυμήθηκα τη "γενική τάξη" του Marenin προχθές, όταν ένας καλός φίλος μου έστειλε να διαβάσω μια πρόσφατη ιστορία από τη Θεσσαλονίκη, με πρωταγωνίστρια μια ποδηλάτισσα. Τη Θεσσαλονίκη την έχω χαρεί δυστυχώς μόνο ως επισκέπτης και πριν από αρκετά χρόνια. Θυμάμαι όμως και πόση εντύπωση μου είχαν κάνει τα διπλοπαρκαρισμένα και τριπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα στους δρόμους της—εικόνα χειρότερη κι από εκείνη των κεντρικών δρόμων της πόλης μου. Η ποδηλάτισσα, λοιπόν, παρόλη την καλή της πρόθεση και τη σύνεση να χρησιμοποιήσει τον ποδηλατόδρομο, συνάντησε ξαφνικά την ανοιχτή πόρτα του (παρκαρισμένου στον ποδηλατόδρομο) αυτοκινήτου μιας κυρίας και από τη σύγκρουση βρέθηκε πεσμένη στο οδόστρωμα. Η κυρία όμως ήταν βιαστική, φαίνεται, κι έτσι έκλεισε την πόρτα, κλείδωσε, κι έφυγε χωρίς κανένα ίχνος ενδιαφέροντος για τη σύγκρουση που είχε προκαλέσει, και φυσικά ούτε και για την κατάσταση της ποδηλάτισσάς μας.

Η ποδηλάτισσα αποφάσισε να δηλώσει το περιστατικό, ζητώντας να καταγραφεί το γεγονός και να πάρει η αστυνομία κάποια μέτρα για την κατάσταση που επικρατεί στο δρόμο εκείνο με τα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Η απάντηση όμως του αστυνομικού απο την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής δεν ήταν αυτή που περίμενε: "και τι θέλετε να κάνω εγώ; ... θα μπορούσατε αφού είδατε τα παρκαρισμένα αμάξια να κατέβετε από το ποδήλατο και να πάτε στο πεζοδρόμιο κυρία μου. Δεν μπορούμε εμείς καθημερινά να ασχολούμαστε και να ανεβαίνουμε μέχρι εκεί", ήταν η απάντησή του. Κι έτσι η ποδηλάτισσα αναρωτήθηκε "σε τι κράτος ζούμε. Ο πολίτης δεν σέβεται το κράτος του και το κράτος δεν κάνει τίποτα ώστε να προστατέψει τον πολίτη ... μήπως όλα ξεκινάνε από την παιδεία που δεν μας έδωσαν στο σπίτι, στο σχολείο, στην κοινωνία;"

Τη φρασούλα πως "όλα είναι θέμα παιδείας" την έχουν μηρυκάσει γενεές γενεών, και εγώ, αφού ήταν το πασπαρτού για μια καλή έκθεση ιδεών, και προκαλούσε πάντα μια κάποια ικανοποίηση στους δασκάλους μας. Τώρα πια, όσο περισσότερο ακούω αυτή τη φρασούλα, τόσο περισσότερο σκέφτομαι ότι αυτή είναι ένα πολύ πετυχημένο σλόγκαν, ένας αυτοματισμός, ο οποίος περισσότερο συγκαλύπτει κάτι κάτω από τη λογική του “όλα φταίνε/όλοι φταίμε", παρά αποτελεί μια διαπίστωση ουσίας. Αυτό που συγκαλύπτει, νομίζω, είναι ακριβώς ότι αυτή η γενική τάξη που, όπως λέει ο Marenin, αναφέρεται στους στοιχειώδεις όρους μιας συλλογικής ύπαρξης αποδεκτής απο όλους, στους στοιχειώδεις όρους μιας καλής κοινωνίας, χρωματίζεται ανεξίτηλα από την "ειδική τάξη" που επιβάλλουν συγκεκριμένα συμφέροντα. Είναι αυτή η "ειδική τάξη" που κάνει εξαιρέσεις την "παιδεία", την γνήσια ευγένεια, το ειλικρινές ενδιαφέρον, το σεβασμό και την ανιδιοτελή προσφορά στον άλλο. Για να το πω αλλιώς: οι περισσότεροι θα συμφωνήσουμε ότι επρόκειτο για αναμφίβολη περίπτωση γαϊδουριάς, αλλά εξεπλάγη κανείς πραγματικά από τη συμπεριφορά της κυρίας;



Εκ των υστέρων, ο καθένας μπορεί να σκεφτεί πως τουλάχιστον μια συγνώμη, έστω μια νύξη ενδιαφέροντος εκ μέρους της θα ήταν επιβεβλημένη. Τι διαφορά θα έκαναν όμως αυτά από τη στιγμή που αυτή αποφάσισε να παρκάρει παράνομα πάνω στον ποδηλατόδρομο, δηλαδή να δώσει αποκλειστική προτεραιότητα στο δικό της άμεσο πρόβλημα, αυτό που αντιμετώπιζε εκείνη τη στιγμή: κάπου να παρκάρει, κι ας χαθεί ο κόσμος. Αυτό είναι ακριβώς το ζήτημα: η δυσκολία του να δεί κανείς πέρα από τα δικά του άμεσα, πολύ πραγματικά προβλήματα, τα οποία γεννά η "ειδική τάξη" της καθημερινής πραγματικότητας. Σε αυτή την πραγματικότητα ευημερούν οι λίγοι. Οι πολλοί, εγκλωβισμένοι στον κρανίου τόπο του μεταπολεμικού ελληνικού αστικού τοπίου (προϊόν κι αυτό μιας "ειδικής τάξης" απο την οποία θησαύρισαν λίγοι), αναλώνονται σε ένα ατελείωτο εμφύλιο πόλεμο που διεξάγεται με βάση τους απαράβατους κανόνες της νεοελληνικής μικροαστικής επιβίωσης, το "ο σώζων εαυτόν σωθήτω", το "πατάω επι πτωμάτων", το "γιατί αυτός κι όχι εγώ", την "πάρτη μου" και τη "δουλίτσα μου".

Αυτή η "ειδική τάξη" αφορά και τον αστυνομικό μας, όχι μόνο επειδή υποτίθεται πως η δουλειά του είναι να την υπερασπιστεί, αλλά γιατί και ο ίδιος βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα σε αυτή: σε ένα οργανισμό στον οποίο ισχύουν οι ίδιοι κανόνες επιβίωσης και οποίος δεν προάγει την καθαρότητα της σκέψης και το θάρρος να ρωτήσει κάποιος τι είδους προτεραιότητες στη δουλειά της αστυνομίας μπορούν να εξυπηρετήσουν την πολυπόθητη "γενική τάξη". Το βάρος της "ειδικής τάξης" είναι τέτοιο, ώστε ακόμη και η μεγάλη μεταβολή της κοινωνικής σύνθεσης της αστυνομίας στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια δεν έχει κατορθώσει να αλλάξει τη γνωστή, "παραδοσιακή" λειτουργία και την εικόνα της, καθώς τα μοτίβα της επαφής της με τους πολίτες. Γι'αυτό και οι εντάσεις που ζούμε συνήθως εκθέτουν την αστυνομία ως τη σωματοφυλακή συγκεκριμένων συμφερόντων, της "ειδικής τάξης".

Αλλά είναι αυτή μια αναπόφευκτη πραγματικότητα; "Και εγώ τι θέλετε να κάνω;": η ποδηλάτισσά μας, νεαρή φοιτήτρια ακόμη, προφανώς εξέλαβε την απάντηση του αστυνομικού ως δείγμα αδιαφορίας. Πιθανό να ήταν. Πόσο διαφορετικά όμως θα ήταν τα πράγματα εάν, έστω για μια στιγμή, έστω σαν μια υπόθεση εργασίας, αντιλαμβανόμασταν την απάντησή του σαν τη διαπίστωση ενός γνήσιου αδιεξόδου, μιας πραγματικής αδυναμίας;