Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Δημόσια εγκληματολογία; (μια σύντομη παρέμβαση)

Αν είναι αλήθεια πως κάθε κρίση αποτελεί και μια ευκαιρία, τι είδους ευκαιρία προσφέρει η παρούσα κρίση στην εγκληματολογία; Στο σύντομο αυτό κείμενο θέλω να υποστηρίξω πως η ευκαιρία έχει να κάνει με τη δυνατότητα μιας δραστικής υπέρβασης μιας σειράς περιορισμών στην επιστημονική μας πρακτική ως εγκληματολόγων, ή, για να εκφραστώ θετικά, με τη δυνατότητα διαμόρφωσης μιας νέας προσέγγισης σε ερωτήματα αξιών και στόχων του εγκληματολογικού λόγου στη χώρα μας.

Στην παρουσίαση της θεματικής του πρώτου συνεδρίου της, η ΕΕΜΕΚΕ έχει ήδη αναφερθεί συνοπτικά στους αντιφατικούς όρους της ανάπτυξης της εγκληματολογίας στη χώρα μας. Πρόκειται για ένα επιστημονικό κλάδο, ο οποίος, αν και φαίνεται να ανθεί από την σκοπιά της επιστημονικής παρουσίας και κίνησης σε πανεπιστημιακό επίπεδο, βρίσκεται σε αναντιστοιχία αφενός μεν με το επίπεδο της πραγματικής επιρροής που ασκεί στη διαμόρφωση της αντεγκληματικής πολιτικής, αφετέρου δε με το επίπεδο πρόσβασης σε ευρύτερα ακροατήρια και την ικανότητα να συμβάλει στην ενημέρωση των πολιτών και τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης στα θέματα του ενδιαφέροντός του.

Οι δύο τελευταίες αυτές δυσκολίες, αν και διακριτές, είναι αλληλένδετες. Η ανάπτυξη της πανεπιστημιακής εγκληματολογίας με τους όρους της «κανονικής επιστήμης», δηλαδή της συστηματικής έρευνας, ανάπτυξης θεωρίας, και διδασκαλίας στο πλαίσιο του θεωρούμενου ως παραδοσιακού αντικειμένου της, περιορίζεται σημαντικά, αν δεν απαξιώνεται από την ίδια την πολιτεία. Εργαλεία, τα οποία είναι διαθέσιμα στους εγκληματολόγους άλλων χωρών, όπως είναι οι στατιστικές σειρές, η οργάνωση των όρων διεξαγωγής και αξιοποίησης της έρευνας και βεβαίως η σχετική χρηματοδότηση, είτε δεν είναι διαθέσιμα στη χώρα μας είτε βρίσκονται σε εντελώς στοιχειώδη μορφή.

Αντίθετα, ο δημόσιος λόγος, και η δημόσια πολιτική με πολύ λίγες και εν πολλοίς αθόρυβες εξαιρέσεις μονοπωλείται από μια ανερμάτιστη υπερπολιτικοποίηση των ζητημάτων της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, και βεβαίως από τη μιντιακή μηχανή του θεάματος. Εγκλωβισμένη στην καλύτερη περίπτωση σε μια μάχη οπισθοφυλακών, η πανεπιστημιακή εγκληματολογία στη χώρα μας αδυνατεί να εκπληρώσει κάποιο σημαντικό ρόλο στη (συμ)παραγωγή της κοινωνικής αναπαράστασης του εγκληματικού φαινομένου.

Ακόμα όμως κι αν η θέση της επιστήμης μας ήταν καλύτερη, θα ήταν αμφίβολο εάν η προσήλωση στον παραδοσιακά δοσμένο ορίζοντα του αντικειμένου της θα επαρκούσε για τη σύλληψη και την ανάλυση των τεράστιων επιπτώσεων της παρούσας κρίσης. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, στις κοινωνικές αναδιαρθρώσεις της οποίας βρίσκονται οι ρίζες των προβλημάτων που ωθεί στα άκρα η σημερινή κρίση, ήταν αμφίβολο εάν ο εγκληματολογικός λόγος ήταν σε θέση να συμβάλει στην αποτροπή της κατασταλτικής στροφής του συστήματος, τη γενίκευση των κοινωνικών αυτοματισμών και την έξαρση της προκατάληψης και της μισαλλοδοξίας.

Σήμερα, αν ο κατακερματισμός του κοινωνικού συνεχίζεται με εντατικότερους ρυθμούς και με φόντο τη γενικευμένη φτώχεια και τα χρέη, την εκτόξευση της ανεργίας ιδίως των νέων σε πρωτοφανή επίπεδα, την κατάρρευση των συστημάτων δημόσιας υγείας και κοινωνικής προστασίας, το βάθεμα των ανισοτήτων και των κοινωνικών αποκλεισμών, αυτό είναι συνέπεια και της άγνοιας του κυρίαρχου πολιτικού σώματος γύρω από βασικές διαστάσεις των κοινωνικών προσδιορισμών του εγκλήματος και της δημόσιας ασφάλειας.

Σε μια κοινωνία απροετοίμαστη για τα επίπεδα της συστημικής βίας που υφίσταται, και ανυποψίαστη για τις συνέπειες αυτής της βίας, οι εγκληματολόγοι δεν μπορεί να είναι απλώς παρατηρητές. Δεν αρκεί καν να παίρνουν θέση ή το μέρος κάποιων, όπως το είχε θέσει ο Becker, γιατί η εποχή της κρίσης είναι στην πραγματικότητα εποχή σιωπών—αυτών που επιβάλλουν οι στρατηγικές επιβίωσης των περιθωριοποιημένων και αποκλεισμένων, ο εγκλωβισμός σε μια σειρά επισφαλειών, στην εργασία, στην υγεία, στην κοινωνική ένταξη και την κοινωνική αποδοχή. Ούτε το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπισθεί μέσα από μάχες θεωρητικών παραδειγμάτων, εσωτερικές ανακατατάξεις, δηλαδή,  οι οποίες δεν θα αλλάξουν τη συνολική θέση αδυναμίας της εγκληματολογίας.

Η σημερινή πρόκληση αφορά περισσότερο μια δραστικότερη αλλαγή στρατηγικής αλλά και νοοτροπίας στον ίδιο τον τρόπο που «κάνουμε εγκληματολογία». Μπορούμε να συναρθρώσουμε τον εγκληματολογικό λόγο με τις φωνές και τις σιωπές μιας κοινωνίας σε κρίση; Να αναζητήσουμε όχι ακροατήρια, αλλά συνομιλητές, συμπαραγωγούς γνώσης και συμμάχους σε ένα ορίζοντα κοινωνικής αλλαγής, σε κοινότητες, ενώσεις, συνδικάτα, κοινωνικά κινήματα, αλλά και στις εστίες της κρίσης, με άλλα λόγια, σε συγκροτημένα, αναδυόμενα και αφανή κοινωνικά υποκείμενα. Να αναζητήσουμε δηλαδή την εγκληματολογία εκεί που πραγματικά συμβαίνει, στις αρένες που διαμορφώνονται από τις κοινωνικές ανάγκες και από τις οποίες αναδύονται τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη και δικαιώματα.

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 3 του ενημερωτικού δελτίου της ΕΕΜΕΚΕ "Εγκληματολόγοι". Δείτε το τρέχον και τα προηγούμενα τεύχη στη σελίδα της ΕΕΜΕΚΕ www.eemeke.org

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Συνδικαλισμός στην αστυνομία

Διάβασα το τελευταίο διάστημα το βιβλίο του Μανώλη Σταυρακάκη «Το χρονικό του συνδικαλισμού των αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας 1988–2015», το οποίο εκδόθηκε κατά το τέλος της προηγούμενης χρονιάς από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Αξιωματικών Αστυνομίας (Αθήνα, 838 σελίδες, ISBN 9786188226005). Μου είναι δύσκολο να τονίσω αρκετά όχι μόνο το πόσο αξίζει, αλλά ιδίως το πόσο προσεκτικά αξίζει να διαβαστεί αυτή η εξαιρετική και ιδιαίτερης σημασίας δουλειά για την μελέτη της αστυνομίας στη χώρα μας. Ο συγγραφέας του βιβλίου και επιμελητής της έκδοσης Μανώλης Σταυρακάκης, έμπειρος δημοσιογράφος με αξιόλογη επαγγελματική πορεία, συνεργάζεται με τις ενώσεις των αστυνομικών και έχει συμβάλει σημαντικά στη δημιουργία των εντύπων τους.  Με το δεύτερο αυτό βιβλίο του σχετικά με την ιστορία του συνδικαλισμού στην αστυνομία, νομίζω πως η δουλειά του κατακτά πλέον και τη θέση ενός αναπόσπαστου σημείου αναφοράς για κάθε σοβαρή ανάλυση της αστυνομίας και της αστυνόμευσης στη χώρα μας, από τη σκοπιά της κοινωνιολογίας της αστυνομίας. Ο λόγος δεν βρίσκεται μόνο στο εκτενέστατο ιστορικό υλικό που παρουσιάζεται στο βιβλίο, αλλά και στο ότι ο τρόπος της παρουσίασής του βοηθά τον αναγνώστη να θέσει και να απαντήσει σε μεγάλο βαθμό μια σειρά καίριων ερωτημάτων για τα προβλήματα της αστυνομίας στην Ελλάδα. 

Το περιεχόμενο του βιβλίου αντιστοιχεί επακριβώς στον τίτλο του: πρόκειται για ένα χρονικό, δηλαδή για μια γραμμική παρουσίαση και σχολιασμό γεγονότων από τα αρχικά στάδια του σχηματισμού των ενώσεων στην αστυνομίας στα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως και το φθινόπωρο του 2015. Περιλαμβάνει εκτενέστατο υλικό, το οποίο θα ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί αναδρομικά από τις επιμέρους πηγές, όπως ομιλίες σε συνέδρια, δημοσιεύματα στον τύπο και σε άλλα μέσα ενημέρωσης, ανακοινώσεις των ενώσεων, ανακοινώσεις του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και κυβερνητικών στελεχών. Η παρουσίαση των γεγονότων και θεμάτων γίνεται με χρονολογική σειρά, αλλά η επιλογή που έχει γίνει έχει οργανωθεί προσεκτικά από το πρώτο μέρος του βιβλίου, το οποίο ανατρέχει σε σχετικές εξελίξεις από την αρχή της μεταπολίτευσης. Έτσι η οργάνωση της παρουσίασης συνδέει την ευρύτερη πολιτική κατάσταση και τις εξελίξεις στο επίπεδο της πολιτικής και φυσικής ηγεσίας της αστυνομίας με τα γεγονότα και τις εξελίξεις στο εσωτερικό της αστυνομίας και των συνδικαλιστικών ενώσεων των αστυνομικών. Η σύνδεση αυτή, η οποία γίνεται από τον Σταυρακάκη με ακρίβεια, οξυδέρκεια και συνέπεια, είναι το δυνατότερο σημείο του βιβλίου, το οποίο έτσι από ιστορική πλευρά παρουσιάζεται πληρέστερο και αναλυτικότερο σε σχέση με άλλες δουλειές και αποτελεί αναπόσπαστο συμπλήρωμα των αναλύσεων που ήδη διαθέτουμε για την αστυνομία (οι οποίες βέβαια δεν είναι και πολλές…). 

Το βιβλίο αντιμετωπίζει την ιστορική εξέλιξη του αστυνομικού συνδικαλισμού από τη σκοπιά των αξιωματικών της αστυνομίας. Αυτός είναι ένας προφανής αλλά αναπόφευκτος περιορισμός, αφού η έκδοση έγινε με πρωτοβουλία της ΠΟΑΞΙΑ. Ο προσεκτικός αναγνώστης αναμφίβολα θα αναγνωρίσει την προστιθέμενη αναλυτική αξία αυτής της οπτικής. Έτσι κι αλλιώς, το βιβλίο ασφαλώς θα διαβαστεί από το ενδιαφερόμενο κοινό σε σύνδεση και συνέχεια με το πρώτο βιβλίο του Σταυρακάκη που είχε εκδοθεί από την ΠΟΑΣΥ στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Αυτό το τελευταίο μάλιστα θα είχε ιδιαίτερη αξία να επικαιροποιηθεί σε μια δεύτερη έκδοση, για να καλύψει από τη σκοπιά της ΠΟΑΣΥ την όξυνση των προβλημάτων και των εντάσεων κατά την περίοδο της τρέχουσας κρίσης. 



Σε ένα γενικότερο επίπεδο, το βιβλίο βοηθά να τεθούν ερωτήματα και να δοθούν απαντήσεις σε σχέση με στρατηγικά ζητήματα για την αστυνομία και την αστυνόμευση στη χώρα μας. Πρώτα πρώτα, καθιστά απολύτως σαφές ότι η άρθρωση της συνδικαλιστικής έκφρασης των αστυνομικών αποτελεί οργανικό αποτέλεσμα της συγκρότησης του αστυνομικού μηχανισμού στη χώρα μας, δηλαδή άμεση συνέπεια των ατόπων και των αδιεξόδων μιας ολόκληρης προηγούμενης ιστορικής διαδρομής της αστυνομίας. Αυτά αναπόφευκτα αναδείχθηκαν κατά τη μακρά πλέον περίοδο της ομαλής λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας  μεταπολιτευτικά. Υπό αυτές τις νέες συνθήκες, δεν υπάρχει τίποτα αφύσικο ή παράδοξο στην απαίτηση των αστυνομικών για ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας. Αυτή η απαίτηση είναι σε τελική ανάλυση η κινητήρια δύναμη του συνδικαλιστικού κινήματος στην αστυνομία. 

Τα σημερινά αδιέξοδα (τα οποία επιτείνει η κρίση) οφείλονται ακριβώς στο ότι πρώτα, σε πολιτικό επίπεδο, η αστυνομία συνέχισε να αντιμετωπίζεται ως φέουδο από τη δεξιά και ως εχθρός από την αριστερά. Αν και το βιβλίο προσφέρει στοιχεία για το ότι αυτή η αντιμετώπιση γνωρίζει και εξαιρέσεις, εν πολλοίς επιβεβαιώνει πως πολλές από τις αστοχίες της μεταπολιτευτικής πολιτικής για την αστυνομία και τις σπατάλες ιστορικών ευκαιριών για βαθιές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να ερμηνευτούν με βάση την ιστορική αδράνεια των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας. Θα όφειλαν δηλαδή οι πολιτικές δυνάμεις να ασχοληθούν σοβαρότερα με τη διαμόρφωση ενός οράματος και ενός συγκεκριμένου μοντέλου για την αστυνομία κάτω από τις νέες συνθήκες δημοκρατικής σταθερότητας στη χώρα μας. Το ότι δεν το έκαναν είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η συγκρότηση του συνδικαλισμού στην αστυνομία σφραγίστηκε από παρατεταμένες και οξείες συγκρούσεις με τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες. Έπειτα, η συνεχιζόμενη—και για τον προηγούμενο λόγο—κυριαρχία του γραφειοκρατισμού και της στρατοκρατικής νοοτροπίας στο εσωτερικό της αστυνομίας αναπόφευκτα στραγγαλίζει από τα μέσα τον κοινωνικό και επιλυτικό χαρακτήρα της αστυνομικής εργασίας σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η εμμονή πολιτείας και ηγεσίας στη με κάθε κόστος συντήρηση αυτών των χαρακτηριστικών όχι μόνο θα βαθαίνει το χάσμα μεταξύ αστυνομίας και ευρύτερης κοινωνίας, αλλά τελικά θα προκαλεί εντάσεις και διχασμούς στο εσωτερικό της αστυνομίας, όπως άλλωστε ήδη συμβαίνει. 

Οι θέσεις και η κατεύθυνση της  δράσης των ενώσεων των αστυνομικών προσδιορίζουν επίσης με ικανοποιητική ακρίβεια και το βασικό περιεχόμενο της μεγαλύτερης στρατηγικής πρόκλησης για την αστυνομία στη χώρα μας. Η πρόκληση αυτή δεν είναι άλλη από τον εκδημοκρατισμό της αστυνομίας. Πολλοί προσπερνούν είτε με ελαφρότητα είτε με αγανάκτηση το αίτημα του εκδημοκρατισμού ή προσποιούνται ότι δεν αντιλαμβάνονται το νόημά του—«μα γιατί, δεν είναι δημοκρατική η αστυνομία; αμφισβητείτε το δημοκρατικό φρόνημα των αστυνομικών;». Η απάντηση είναι πως όχι, ούτε ο δημοκρατικός χαρακτήρας της αστυνομίας, ούτε το δημοκρατικό φρόνημα των αστυνομικών προάγεται εάν πρώτα απ’όλα δεν υπάρχουν ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας  στην αστυνομία και εάν οι οι εργαζόμενοι στην αστυνομία στερούνται τις ευκαιρίες και τα μέσα να αναπτύσσουν τις επαγγελματικές ικανότητες και τη δημιουργικότητά τους με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ευρύτερες κοινωνικές απαιτήσεις, ανάγκες και συμφέροντα. 

Με όλα αυτά δεν εννοώ πως οι θέσεις των ενώσεων των αστυνομικών μπορούν να μεταφραστούν αυτόματα σε ένα μεταρρυθμιστικό όραμα και πρόγραμμα για την αστυνομία. Οι ενώσεις των αστυνομικών είναι, όπως κάθε άλλη συλλογική οργάνωση, πεδία πολιτικών αντιθέσεων και συγκρούσεων, ωστόσο διαμορφώνονται από τα ειδικά χαρακτηριστικά και τον εγγενή συντηρητισμό του περιβάλλοντος από το οποίο αναδύονται. Όμως η γνώμη μου είναι πως η ιστορία και οι θέσεις τους, ως προϊόν μιας συλλογικής κίνησης με ορίζοντα τα συμφέροντα των εργαζομένων στην αστυνομία, καθιστά αντικειμενικά την άμεση και χειροπιαστή ανταπόκριση στα αιτήματα αυτά αναπόσπαστη βάση οποιασδήποτε (προοδευτικής) μεταρρύθμισης στα αστυνομικά πράγματα. Για το λόγο αυτό η μελέτη αυτής της ιστορίας και των θέσεων είναι προαπαιτούμενο κάθε σοβαρού προβληματισμού για το μέλλον της αστυνομίας και της αστυνόμευσης στη χώρα μας.