Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Το πρώτο συνέδριο της ΕΕΜΕΚΕ

H Ελληνική Εταιρεία για τη Μελέτη του Εγκλήματος και του Κοινωνικού Ελέγχου πραγματοποίησε το πρώτο της συνέδριο το Μάιο του 2016. Στόχος ήταν να προσφέρει ένα βήμα ουσιαστικού προβληματισμού και διαλόγου, να αποτιμηθεί η εξέλιξη και κίνηση της εγκληματολογικής σκέψης και πράξης στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς σε σχέση με τα παραπάνω ερωτήματα. Και ακριβώς η σύμπτωση της διεξαγωγής του Συνεδρίου με τα 50 χρόνια από την εμβληματική ομιλία του Becker "whose side are we on?" και τον προβληματισμό που δημιούργησε σε σχέση με το ρόλο των κοινωνικών επιστημόνων, προσέφερε το έναυσμα για την ανάπτυξη ενός γόνιμου διαλόγου. Στο συνέδριο συμμετείχαν περίπου 70 ομιλητές.

Ο τόμος που εκδόθηκε προχθές περιλαμβάνει τις συμβολές που απεστάλησαν προς δημοσίευση, σύνολο 46 εισηγήσεις. Δεν μπορεί παρά να είναι κάποιος περίφανος για τον εντυπωσιακό αριθμό νέων επιστημόνων που συμμετείχαν στο συνέδριο, την πλούσια σε προβληματισμό συμβολή τους και ιδίως την κριτική σκέψη που σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό χαρακτηρίζει πολλές από τις εισηγήσεις.

Στέκομαι όμως σε ένα σημείο της εισήγησης του ΔΣ της ΕΕΜΕΚΕ, το οποίο συνεχίζω να το βρίσκω επίκαιρο όσο ποτέ, και στο οποίο θα προσπαθήσω να επανέλθω με τρόπο πιο διεξοδικό θεωρητικά και εμπειρικά στο αμέσως επόμενο διάστημα. Τονίζαμε λοιπόν το 2016:


"Στην Ελλάδα, ο εγκληματολογικός λόγος, παρόλη τη σχετική ανάπτυξή του σε πανεπιστημιακό επίπεδο, είναι διπλά περιθωριοποιημένος. Πρώτα από την πολιτεία, η οποία παραμένει εγκλωβισμένη σε μια γραφειοκρατικού τύπου αντίληψη, που βρίσκεται σε μόνιμη διάσταση με την ουσιαστική εγκληματολογική έρευνα και προβληματισμό. Δεύτερον, ο εγκληματολογικός λόγος είναι αποκομμένος από το ίδιο το πεδίο του, με την έννοια ότι η παραγόμενη εγκληματολογική γνώση δημιουργείται χωρίς τους απαραίτητους πόρους, σπάνια απευθύνεται σε ευρύτερα ακροατήρια, σπάνια ασχολείται με ζητήματα που υπερβαίνουν την παραδοσιακή αντίληψη για το έγκλημα και ακόμη σπανιότερα μετασχηματίζεται σε παρέμβαση στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η ανάπτυξη συνεπώς του εγκληματολογικού λόγου στην Ελλάδα συντελείται εν πολλοίς με ένα παράδοξο τρόπο, δηλαδή, χωρίς να υπάρχει ένα πραγματικά ευνοϊκό έδαφος γι΄αυτό, χωρίς στην πραγματικότητα οι αντικειμενικές συνθήκες στη χώρα μας να το επιτρέπουν.
Πρόκειται ουσιαστικά για την ανάπτυξη μιας υπανάπτυξης, η οποία όσο περισσότερο θα διαιωνίζεται, τόσο περισσότερο θα επιτρέπει στο πολιτικό σύστημα να προκρίνει ανορθολογικές, ακόμη και αντιδραστικές προσεγγίσεις στα ζητήματα της εγκληματοποίησης, του εγκλήματος και της αντιμετώπισής του. Το πρόβλημα αυτό αφορά την ελληνική εγκληματολογία στο σύνολό της. Βιώνεται όμως πιο δραματικά από μια εγκληματολογία, η οποία επιδιώκει συνειδητά τη σύνδεση της επιστημονικής της παραγωγής με τα κεντρικά ζητήματα των ελευθεριών, της ισότητας, των δικαιωμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης, με δυο λόγια, με το όραμα μιας πιο ελεύθερης και δίκαιης κοινωνίας, ιδίως ενόψει των δραστικών κοινωνικών αναδιαρθώσεων της τελευταίας εικοσιπενταετίας και τελικά των επιπτώσεων της οξύτατης σημερινής κρίσης.
Για την κριτική εγκληματολογία τίθενται συνεπώς τα εξής πιεστικά ερωτήματα:
  • Ποιός πρέπει να είναι σήμερα ο προσανατολισμός και οι πρακτικές προτεραιότητες της προοδευτικής εγκληματολογικής σκέψης;
  • Ποιά είναι και ποιά θα μπορούσε να είναι η σχέση της εγκληματολογικής γνώσης με τα πεδία τα οποία αποτελούν το αντικείμενό της;
  • Ποιά είναι τα περιθώρια παρέμβασης των εγκληματολόγων στη διαμόρφωση της κοινωνικής κίνησης, την πολιτική και τη δράση των κοινωνικών κινημάτων σε μια κατεύθυνση κοινωνικής αλλάγής;"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σκέψεις; Σχόλια;